Translate

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΒΒΑΔΑ ΤΣΙΝΚΟΥ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΒΒΑΔΑ ΤΣΙΝΚΟΥ
1925-
 ΚΑΤΩΧΩΡΙ  2000 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

...Παραμονές των φώτων το 1961 άνοιξα το μπακάλικο στο Κατωχώρι.
Είχα ορχήστρα το Γιάννη τον Αρίκα στα εγκαίνια και γίνονταν γλέντι τρικούβερτο.
Εκείνη την ώρα κάποιος φέρνει τα νέα.
Πνίγηκε ο Μαλέντζης (Κώστας Πάλμος) με το καΐκι.
Αμέσως διέλυσαν όλα.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΑΘΗ ΚΑΤΩΠΟΔΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΑΘΗ ΚΑΤΩΠΟΔΗ

 ΒΟΥΡΝΙΚΑΣ  1996 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

...Στα χρόνια της Αγγλοκρατίας η οικογένεια μου έκανε πολλά λεφτά από το κοντραμπάντο μπαρουτιού.
Βγάζανε τα κουτσουμπέλια από τα αμπέλια τα απανθρακώνανε σε ειδικά καμίνια που σώζονται ακόμη στα χωράφια μας.
Στη συνέχεια τα τρίβαμε σε νερόμυλους της περιοχής που τα λιθάρια τους είχανε ειδικές ελικώσεις μεγάλες.
Έτσι βγάζανε το κάρβουνο.
Αυτό το ανακατεύανε σε ειδική χαρμανιέρα με θειάφι, νιτρικό κάλι και μπουανώ.
Το μπουανώ το δημιουργούσαν από κοτσιλιές περιστεριών.
Τις άλλες δύο ουσίες τις εισήγαγαν.
Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας δεν έφταναν να καλύψουν τις ανάγκες της επανάστασης.
Οι Άγγλοι από την άλλη μεριά το ενθάρρυναν το κοντραμπάντο γιατί εμπορευόνταν τις πρώτες ύλες.
Κάποτε κάλεσαν το Ζαμπέλη να απολογηθεί γιατί σε κάποιο μονόξυλο που πέρναγε απέναντι στη Περατιά βρέθηκαν ίχνη από μπαρούτι.
Στη πραγματικότητα όμως δεν δίωκαν τους Λευκαδίτες.

Ο πρόγονος μου λοιπόν αυτός που έφτιαχνε τα καμίνια με τα κουτσουμπέλια λέγονταν Καραγιάννης στο παρατσούκλι.
Φορούσε μαντήλι και μπότες Εγγλέζικες στα πόδια με σπιρούνια.
'Ητανε πολύ λεβέντης, τους πέρναγε όλους σε αγώνες που γίνονταν τότε στο σάλτο και το λιθάρι.
Στη  πλατεία της Παναγίας που γίνονταν το πανηγύρι εδώ στο χωριό, βάζανε άλογα στη σειρά και πηδάγανε από πάνω.
Αυτός πήδαγε πάνω από τρία άλογα.
Επίσης έριχναν και λιθάρι κάνανε σκοποβολή και προσπαθούσανε να σαλτήσουνε πάνω σε άλογο που κάλπαζε και να παραμείνουνε πάνω χωρίς να πέσουνε..

...Στο Βουρνικά στις αρχές του αιώνα υπήρχε μεγάλη έξαρση της πουτανιάς και μοιχείας δεν είναι τυχαία τα στιχάκια δύο τραγουδιών

το πρώτο λέει
"στον Άι Πέτρο τ' άργανα στο Σύβρο οι ζουρνάδες, σ'αυτό το δόλιο Βουρνικά χορεύουν οι πουτάνες"

το δεύτερο λέει
" καλό χωρίο μα είναι όλοι κερατάδες"

...η καταγωγή μας ήτανε από το Μεγανήσι.
Ένας παπάς Μεγανησιώτης που έφυγε μετά από επιδρομή πειρατών και πέρασε στον Πόρο υπήρξε πρόγονος μας.
Ο γιός του έγινε ένορκος και υπηρετούσε στο Σύβρο στο Μαγιστράτο που είχε το δικαστήριο.
Εκεί λοιπόν τον είδε μια Βουρνικιώτισα αρχόντισσα, Θεοτόκη το επίθετο Γεωργούτσαινα το παρατσούκλι.
-Εγώ αυτόν θέλω πατέρα τον καλαμαρά. Δεν θέλω από το αρχοντολόι του Σύβρου άντρα.

Έτσι δημιουργήθηκε το σόι των Κατωποδαίων στο Βουρνικά γύρω στο 1800 κι αναπτύχθηκε πολύ γιατί είχε πολλά λεφτά η κληρονομιά του Θεοτόκη.
Λένε μάλιστα και το εξής κωμικό.
Στο γάμο της επειδή ήτανε μεγάλη τεμπέλα της είπανε το δίστιχο

"πέντε μήνες πέντε αδράχτια, πότε τ' άγνεσε η κουράφτρα;"

δηλαδή πότε πρόφτασε και το έφτιαξε, τάχα με θαυμασμό, τη στιγμή που μια νοικοκυρά κάνει την ίδια δουλειά σε δυο τρείς μέρες...


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΗΤΣΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΤΣΙΡΟΥΦΛΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΛΑΡΙΤΖΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΤΣΙΡΟΥΦΛΗ
1921- ----

ΧΑΡΑΔΙΑΤΙΚΑ 1998

ΕΡ.: Γνωρίζεις τίποτε μπάρμπα Μήτσο για έναν οργανοπαίχτη Βαρδή που έπαιζε παλιά στη Λευκάδα;
ΑΠ.: Γιατί ρωτάς ειδικά για αυτόνε;
ΕΡ.: Επειδή δεν τόνε ξέρει κανείς από αυτούς που έχω ρωτήσει και θέλω να μάθω ποιος ήτανε;
ΑΠ.: Μάλιστα! ρώτησες τον πιο κατάλληλο άνθρωπο.
Ο Γιάννης Βαρδής ήτανε παιδί του Αποστόλη από το Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας. Ήρθε στη Λευκάδα κι έπαιζε σαντούρι. Μετά το γύρισε στο λαούτο και στο ακορντεόν.
Εδώ που ήρθε παντρεύτηκε την Ελένη του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ ήτανε αδερφός του γιατρού του Αρμένη. Μάλιστα νομίζω ότι ο γιός του είναι ένας Αντώνης Βαρδής που είναι καινούριος τραγουδιστής, τώρα της νεολαίας.
Οταν εγώ ξεκίναγα με το κλαρίνο έκανα ζυγιά κάποτε με τον Βαρδή, τον Μαρκεζίνη από το Μεγανήσι, και τον Καρναβά με κοντά παντελονάκια όπου τον συνόδευε μαζί κι ο πατέρας του.
Μας καλέσανε λοιπόν σε ένα γάμο που γίνονταν στο Βάτο. Ένα ορεινό χωριό στο Περγαντί. Πάνω από το Μοναστηράκι. Χιλιόμετρα ολόκληρα, δρόμος δεν υπήρχε. Μονοπάτι για τα γαϊδούρια και όλο γκρεμοί. Είχανε λοιπόν κανονίσει τι λεφτά θα παίρναμε με βάση τα κανίσκια που θα έφερνε  ο κόσμος στο ζευγάρι. Είχανε μαζευτεί λοιπόν καμιά διακοσαριά κανίσκια που το καθένα είχε κι από ένα τραγί. Τα είχανε κρεμασμένα όλα γύρω-γύρω στα δέντρα και ήτανε ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Είπα κι εγώ θα οικονομήσουμε λεφτά εδώ. Τι θέλεις να γίνει όμως. Σε κάποια περιοχή πάνω από το Μοναστηράκι που λέγονταν "Γύφτισσα" κάποιος έστησε καρτέρι σε κάποιο καλεσμένο από το Θύριο που πήγαινε με τη γυναίκα του και το παιδί του το μουλάρι και το κανίσκι στο γάμο. Τον τουφέκισε και τον σκότωσε. Δεν το είπανε στο γάμο για να μη χαλάσει. Κατά τις δώδεκα το βράδυ βούιξε ο τόπος μόλις γνωστοποιήθηκε. Εμείς δεν είχαμε βγάλει τίποτε μέχρι εκείνη την ώρα. Ορέ παιδιά λέει ο Βαρδής εντάξει για μας αλλά για τα παιδιά που ήρθανε από τη Λευκάδα δεν πρέπει κάτι να δώσουμε; Ναί λέει κάποιος, παίρνει λοιπόν ένα σκούφο κι άρχισε να μαζεύει διάφορα φραγκοδίφραγκα άντε και κανένα τάλιρο κι ίσα-ίσα και βγάλαμε το διάφορο. Ήτανε το ποδαρικό μου μόλις ξεκίνησα το κλαρίνο σε γάμους και πανηγύρια.
Στο Ξηρόμερο όταν ξυρίζανε το γαμπρό ρίχνανε ένα δίφραγκο στο γαμπρό. Ρίχνανε κάτι και στην ορχήστρα που του έπαιζε.
Στους γάμους τους Λευκαδίτικους κάναμε άλλα πράγματα. Παίζαμε όταν ξυρίζανε το γαμπρό στο γάμο συνοδεία και γλέντι και τη Δευτέρα του γάμου που είχε αποδειχθεί ότι η νύφη ήτανε τίμια-παρθένα- παίζαμε το τραγούδι "Ξύπνα αγάπη μου, ξύπνα γλυκιά μ' αγάπη..."
ΕΡ.: Κι αν η νύφη δεν ήτανε τίμια μπάρμπα Μήτσο τι κάνατε;
ΑΠ.: Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να τήνε πάμε πάλι πίσω στο σπίτι της, με συνοδεία όργανα και συγγενείς να την παραδώσουμε του πατέρα της. Αλλά αυτό στα χρόνια μας δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Κι οι παλιότεροι οργανοπαίχτες που μας ενημερώσανε ούτε στα δικά τους χρόνια είχε γίνει. Απλά το ξέρανε σαν έθιμο που κι αυτοί τό'χανε ακούσει από τους προηγούμενους...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΛΕΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ

ΕΛΕΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ 
1952- 

ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2005 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

Η Χρύσω Σκλαβενίτη του Σκούρα από το Φτερνό ήτανε με το όνομα η ομορφότερη γυναίκα της περιφέρειας εκειά τα χρόνια. Στα χρόνια που είχαμε το Δάγλα δάσκαλο 1955της είχανε βγάλει τραγούδι συρτό που το λέγανε και στα πανηγύρια. Για χάρη της είχανε σκοτωθεί δυο άνθρωποι.Τα λόγια ήτανε: Εκεί ψηλά στον Άι Λιά* γίνεται πανηγύρι, μεγάλο γλέντι γίνεται σε αυτό το μοναστήρι, η Χρύσω σέρνει το χορό και τα βιολιά βαρούνε, κι όλοι οι λεβέντες του χωριού σιμά στα μάτια τη κοιτούνε, κι ένας λεβέντης του χωριού σιμά τη πλησιάζει και με πικρό χαμόγελο τη Χρύσω κουβεντιάζει, Χρύσω μ εγώ σ΄ αγάπησα και θέλω να σε πάρω κι αν θες το γρηγορότερο στεφάνι να σου βάλω.  ...
*Άι Λιάς εκκλησία στο Φτερνό.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΚΑΚΑΡΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΚΑΚΑΡΗ 
1906-2003

ΠΟΡΟΣ 2003 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

ΚΑΣΕΤΑ 4

Πληροφορίες σχετικά με τους οργανοπαίχτες του Πόρου. ΕΡ. Δε μου λες Μπάρμπα Γιάννη οργανοπαίχτες εδώ στο χωριό παλιούς θυμάσαι να παίζουνε λαγούτο, κλαρίνο, βιολί, άργανο ζουρνά τέτοια πράματα;
ΑΠ. Ζουρνά έχω ακουστά πως έπαιζε ο Δήμος ο Καραβίας ο πατέρας της πεθεράς μου, εκείνα τα χρόνια τα παλιά.
ΕΡ. ο Πέτρος ο Καραβίας;
ΑΠ. όχι ο Δήμος ο Καραβίας
ΕΡ. Τι σόι ήτανε;
ΑΠ. Καραβίας ακούς!
ΕΡ. Από που είχανε έρθει αυτό το σόι;
ΑΠ. Δε ξέρω, από τον Άι Πέτρο θα-ν-είχανε έρτει, εκείνος ο Κώστας π' γυρνάει με το φορτηγό από το Βουρνικά είναι στον Άι Πέτρο.
ΕΡ. Τον θυμάσαι εσύ το Δήμο τον Καραβία;
ΑΠ. Τον θυμάμαι στην απιδιά που κέντρωσε ο παππούς μου.
ΕΡ. πόσων χρονών να ήτανε;
ΑΠ. Καμια δεκαριά χρονών ήμουνα εγώ τότε.
ΕΡ. εκανε κομπανία με κανένανε εδώ να παίζει;
ΑΠ. Δε ξέρω μωρέ Σπύρο εκειά τα χρόνια, ήτανε κι ένας που τονέ φωνάζανε Πανούλη Άργανο
ΕΡ. Τι σόι ήτανε αυτός; Σκλαβενίτης;
ΑΠ. Δεν ξέρω,
Μετά βγήκανε κάτι άλλοι κλαρίνα και βιολιά.
ΕΡ. Ποιοί βγήκανε μετά, κλαρίνο ποιός έπαιζε;
ΑΠ. Κλαρίνο έπαιζε ο Πάνος ο Καλόγερος
ΕΡ. Καλό;
ΑΠ. Έπαιζε αυτά τα γύφτικα ο Πάνος ο Κατωπόδης Καλόγερος
ΕΡ. Έπαιζε δημοτικά;
ΑΠ. Μπααα
ΕΡ. Βιολιά έπαιζε εκειός ο Μαρινάκης, μωρέ χαλέβανε να παίξουνε βιολιά και κλαρίνα αλλά δεν τα καταφέρνανε. Κι εκείνος ο.........(δεν ακούγεται
ΕΡ. Ποιός άλλος εκείνος που σκοτώθηκε είπες;
ΑΠ. Ο Μήτσος ο Κονιδάρης Χαρμόβας, κι ο Μήτσος ο Σκαρμούτσος.
ΕΡ. Και ποιός άλλος δοκίμασε αλλά δεν τα κατάφερε;
ΑΠ. Τι διάολο θέλεις αυτούς τους παλαιούς;
ΕΡ. θα τους καταγράψουμε κι αυτούς!
ΑΠ. Ήτανε κι αυτός ο Ντίνος πού'χε κλαρίνο
ΕΡ. Ποιός Ντίνος;
ΑΠ. Κωνσταντίνος Ζαμπάτης του Μάρκου
ΕΡ. Δοκιμάσανε αλλά δεν τα καταφέρνανε δηλαδή;
ΑΠ. Ητανε παλιοί αυτοί ξέρω γω τι τα κέρατα τους κάνανε;
ΕΡ. Ο Ντίνος ποιανού πατέρας ήτανε;
ΑΠ. Ο Ντίνος είχε τη Κατερίνα και την Ακριβή.
ΕΡ. Πότε πέθανε;
ΑΠ. Δεν είναι καμιά δεκαριά χρόνια
ΕΡ. Ο Μήτσος ο Καρτούτσος ήτανε πιο παλιός ε;
ΑΠ. Ο Μήτσος ήτανε καμιά...δυο χρόνια παλιότερος απο μένα, το
τη περιουσία του τη πήρε ο Τσιμογιάννης πήγε πέρα στη Ζαβέρδα αυτός.)που σκοτώθηκε έπαιζε κλαρίνο κι ετούτος ο Σκαρμούτσος έπαιζε κλαρίνο, καλά κολοκύθια, κι ο γιός του πήγε να μάθει ψιλοπράγματα παίζανε.-Ντίνος-1905ΕΡ. Ο Πάνος Κατωπόδης ο Καλόγερος;
ΑΠ. κι αυτός.....και παντρεύτηκε στο Φρύνι μετά
ΕΡ. Ήτανε μεγαλύτερος από σένα πολύ;
ΑΠ. Ποιός ο Πάνος; Εγώ είμαι συνομήλικος με τη κοπέλα του τη μεγάλη εκείνη που είχε ο Μπουμπούλιας απάν'εκεί,δεν είμαστε συνομήλικοι ήτανε μεγάλος αλλά τόνε θυμάμαι μια φορά!.....

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΝΙΚΟΣ ΜΑΗΣ

Νίκος Μάης  συνέντευξη 1996 στον Σπυρίδωνα Σκλαβενίτη

Α.ΠΛΕΥΡΑ
Είναι Λευκαδίτικα τα καραβάκια, το μπαρμπούνι, και η λεμονιά;
-τη λεμονιά δεν την έχω ακούσει ποτέ για Λευκαδίτικο. Τα καραβάκια και το μπαρμπούνι τα’ χω ακούσει στα χορευτικά. Το ‘χουμε παίξει σε Εξάνθεια, Δρυμώνα, το χορεύανε.
-τα καραβάκια;
Είναι σαν συρτό, όχι όμως στα πανηγύρια.
Έχουμε αμφιβολίες δηλαδή αν είναι Λευκαδίτικα ε;
Όχι τα δύο για μένα είναι, είναι παλιά. Αλλά όσον αφορά για το άλλο που λες δεν είναι η λεμονιά.
Για το μπάλο και τη μηλιά;
Η μηλιά είναι ιστορικό τραγούδι της Λευκάδος.
Το χορεύουν εδώ στο χωριό σαν παλιά;
Γυναίκες ήτανε καμιά δεκαπενταριά είκοσι  που ήτανε το μόνο τους τραγούδι.
-Τη χορεύουν έτσι με τα βήματα;
Με τα βήματα ωραία! Οι πιο παλιοί το λέγανε το τραγούδι αυτό. Όπως ο Γιάννης ο περατιανός. Ο Σίμων Καρράς και η Δόμνα Σαμίου είχαν έρθει στη καλύβα τούτ’ εδώ.Το τραγούδι λέγεται ο Γιάννος ο Μαραθιανός είναι ένα μέρος απέναντι από τη Λευκάδα  που λέγεται Μαραθιάς, κι απ’ αυτό λέγανε κατάγεται αυτός ο χορός. Όχι δε λεγότανε ο Περατιανός. Κανονικά δηλαδή τού πε κι  ο Σίμωνας ο Καρράς. Αυτός φοράει τα τσάμικα εννοεί φοράει τις μπουραζάνες τα κεντητά πουκάμισα.
-Και λες δηλαδή να είναι Λευκαδίτικο;
Ο Σίμων ο Καρράς ήρθε επί τούτου.
Ήρθε και ρώτησε. Είναι και βιβλίο παιδί μου γραμμένο.
          Έχεις ακουστά στα πανηγύρια να πετάνε λιθάρι, σκοποβολή, άλμα κλπ;
Όχι, τα παλιά όμως χρόνια όταν πρωτοβγήκα στα πανηγύρια όταν η νύφη ήτανε παρθένα έβγαινε το πουκάμισο για να το δείξει. Το έχω ιδεί εγώ.
Υπήρχανε παλιά χοροδιδάσκαλοι στο χωριό;
Όχι οι παλιοί στους καινούργιους.
Επειδή έχεις πάρει μέρος σε γάμους πολλούς μπορείς να μας πεις κάνα τραγούδι, για τα προζύμια πχ ετοιμάζανε τη πίτα και λένε:
Ευχήσου με μανούλα μου στο ωραίο μου προζύμι στο ωραίο μου προζύμι και στο καλορίζικο μου.
Με την ευχή μου ρε παιδί μου κι ο θεός να σε προκόψει.
Φκειθείτε με αδέρφια μου στο ωραίο μου προζύμι. Με την ευχή μας αδερφή...
Στο κρεβάτι με τον ίδιο σκοπό:
«Αφήνω γεια, αφήνω γεια στο σπίτι μου και σ’ όλους τους δικούς μου, αφήνω γεια, αφήνω για στη γειτονιά, και σ’ όλους τους δικούς μου...
Φτάνουμε στο σπίτι του γαμπρού:
«Έβγα κυρά έβγα κυρά και πεθερά, να προσδεχτείς τη πέρδικα, ωρέ τη πέρδικα τη πλουμιστή να τηνε βάλεις στο κλουβί να την ταΐζεις ζάχαρη να την ταΐζεις μέλι.
Πόρτες και παραθύρια μου όλα ξεκλειδωθείτε, και τη νυφούλα που ‘ρτε εδώ, καλώς να τη δεχτείτε.
Σήμερα λάμπει, σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, σήμερα στεφανώνεται αητός τη περιστέρα.
Στο τραπέζι: σε τούτη τη τάβλα πούμαστε...
Αν ξέρεις ότι τα παιδιά αγαπιόντουσαν, είναι ένα ωραίο που λέει: χαίρετ’ ο πεύκος στη δροσιά κι η Λεύκα τον αέρα χαίρεται κι νιόγαμπρος την όμορφη που πήρε κι όλο στα μάτια τη κοιτά κι όλο γλυκά της λέει: από μικρός σ’ αγάπησα μα τώρα πια σε πήρα.
Κλέφτικα και ξενιτεμένα λέγαμε ένα σωρό. Τα παλιά χρόνια μπορώ να σου πώ ότι το τραπέζι μετά το φαί μπορεί να κράταγε και δύο ώρες με το τραγούδι που κάνανε και το πιοτί. Ήτανε και το λεγόμενο π’ λέγανε. Ο καθένας που παράγγελνε το τραγούδι σ’ ένανε που ήτανε επιτετραμένος. Τα πρώτα τραγούδια ήτανε το νιόφωτο. Μετά ξεκίναγε από το πατέρα του γαμπρού τη μάνα και στη συνέχεια όλοι. Μόλις του ‘λεγες το τραγούδι έλεγαν φέρε το κοφίνι να ρίξει το γιομάτο, ή το είχανε πάνω στο τραπέζι και πέταγε τον οβολό του.
Όταν ήτανε τα δυο συγγενειακά μαζί λέγανε το τραγούδι μπήκε η νύφη στο χορό με γεια και με χαρά της να...
Τα καταργήσανε αυτά τώρα, βάνουνε σαχλαμάρες ξένα.
Επέρυσι ήμουνα στην Αυστραλία και πήγα σ’ ένα γάμο. Ήτανε απ’ το χωριό μου το παιδί-ο πατέρας του-παντρεύτηκε πέρα κει. Είχανε κάποιους με όργανα. Γιατί να ξέρεις Σπύρο μου οι Έλληνες στα ξένα κράτη κρατάνε καλύτερα από μάς τα έθιμα. Σ’ αυτό το γάμο που πήγα ήταν ένα παιδί από το χωριό μας που παίζει κιθάρα και τραγούδι κι ένα άλλο που παίζει. ντράμς Πατρίκιος Γιάννης του Θεοφάνη και Παράσχος Πατρίκιος του Αναστασίου.
Λέει ο πατέρας του γαμπρού θέλω ένα γάμο παλιόνε το παιδί με το κλαρίνο δεν τα ‘ξερε εδώ τα δικά μας, στα κλέφτικα έμπαινε αλλά στα άλλα είχε πρόβλημα. Πήγα σπίτι και του έκανα προεργασία. Ήταν κι ένα παιδί που έπαιζε λαούτο και μου το ’φερε και το ‘φκιαξα. Το τι έγινε σε αυτό το γάμο δεν περιγράφεται. Τους είχε συμφωνία: -Εγώ δεν πήρα λεφτά βέβαια. -Με διακόσια δολάρια τον έναν, σύνολο οχτακόσια δολάρια και πιάσανε δυόμιση χιλιάδες δολάρια, με σήκωσε εκειός ο Πελλοπονήσιος κι οι άλλοι που χορεύανε στα χέρια κι έβλεπες το δάκρυ κι οι φωνές πόνου...!
Σου μιλάω ότι στην Ιταλία που έχω πάει τρείς φορές και με το Νιόνιο και με το Βρυώνη και με το Τσιρούφλη, αλλά με το Νιόνιο θα σου πω. Πήγαμε σε μια αίθουσα του δημοτικού θεάτρου που έγινε η εκδήλωση. Πέλαο ολόκληρο, μην ψάχνεις. Αυτοί όμως είχανε και μια μόνιμη ορχήστρα Παρασκευή Σαββάτο Κυριακή. Μπήκανε τα παιδιά της βασιλικής να κάμουνε το νουμεράκι τους αλλά στο κενό μέχρι να αλλάξουνε, όπως αρχίσαμε «την Αράχωβα» «τα νιάτα» εκείνη η ορχήστρα που ήτανε εκεί με σήκωσε στα χέρια,..και το «ξένε που ‘σαι στη ξενιτιά».
Μην ακούς ,υπάρχουνε άνθρωποι που τα θέλουνε όλα αυτά αλλά πρέπει να υπάρχουνε κάποιοι να τους τα υπενθυμίζουνε. Ήταν ένας δίπλα μου εκεί σε ηλικία εβδομήντα πέντε, όταν τελειώσαμε ήρθε μου έδωσε το χέρι και μου είπε: είμαι μουσικός, είσαστε υπέροχοι! Εσείς οι Έλληνες έχετε κάτι το ζωντανό, δε μπορούμε εμείς να το φτιάξουμε έτσι.
 Μα τη Παναγία.
Πήγαμε μια φορά σε ένα γάμο στο Μεγανήσι του Κονιδάρη, αυτ΄νώνε των καπεταναίωνε. Είχανε ένα Γάλλο ή Άγγλο καλεσμένο με τα παιδιά του: ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μείνανε κατάπληκτοι. Πω πω πως κάνανε! Και μείς που τα ’χουμε εδώ πάμε να τα παρατήσουμε όμως τότε θα αισθανθούμε την αξία τους. Το 1975 ήρθε ο Σίμωνας Καρράς και η Δόμνα Σαμίου και τα γράψαμε με το μπάρμπα Σπύρο το Κατωπόδη, κάτσαμε εδώ τότε και φάγαμε. Μάλιστα τότε έσερνα και το σπίτι. Είχα δυο παιδιά πάνω μαστόρους και ήμουνα πάνω στα κεραμίδια. Κατέβα κάτου ωρέ μου λέει ο Λευτέρης. Η γυναίκα μου είχε μαγειρέψει κολοκυθολάχανα κι είχε και κρέας στο φούρνο κι είχε και τη σαλαμούρα κρεμασμένη. Εφάγαμε όλη τη σαλαμούρα. Γυρίσανε όλο το σκουπούλι ανάποδα. Η Δόμνα όπου με δει κάνει σα να βλέπει το παιδί της. Καλή της ώρα.
Ρε Νίκο μου λέει θα σου πω κάτι και να μη με παρεξηγήσεις. Εσύ έπρεπε να χεις φύγει από δω. Είναι ο κύκλος κλειστός. Εσύ κι ο Λευτέρης με το βιολί θα είχατε γίνει πολύ μεγάλοι. Τι να κάνουμε της λέω κι εδώ πέρα που ήμουνα ήτανε πολύ καλά. Είχα οικογένεια υποχρεώσεις. Εγώ λέει παιδί μου δε σε έχω δει στο πατάρι, αλλά εδώ πέρα στις  πρόβες, που σ’ άκουσα, σε βλέπω ότι έχεις ζωντάνια. έχω γνωρίσει πολλούς συναδέλφους σου και καλύτερους από σένα. Όμως δεν έχουνε την απόδοση που έχεις εσύ. Δηλαδή στο κόσμο σκορπίζεις κέφι. Αυτή είναι η πραγματικότητα για σένα.
          Εγώ-ήμουνα- σε λαούτο και τραγούδι  κι όμως δε συγχρονιζότανε οι ήχοι στα δύο μικρόφωνα. Τους λέω λοιπόν όποιο ακουγότανε περισσότερο να το χαμηλώσουνε. Το ρυθμίσαμε λοιπόν.

Μια φορά μου είπε ο Γιώργος ο Βεργίνης -έχει αντίγραφο κι ο γαμπρός του Λευτέρη του Μπουμπούλια που δουλεύει μέσα στην Εθνική ο Σπύρος-:
Άκου να δεις τι πιστεύω εγώ ότι πρέπει να κάνουμε. Να γράψουμε αυτά τα τραγούδια. Πως ξεκινάει ο γάμος πως συνεχίζει και  άλλα παλιά τραγούδια. Εγώ όποια στιγμή αφιλοκερδώς συμφωνήσεις μαζί με το Νιόνιο, αλλά  θα πάρουμε κι ένα παιδί με κιθάρα ή Λαούτο γιατί δε θα μπορώ εγώ να συγχρονιστώ με όλα, όχι αρμόνιο, θέλουμε βιολί, τουμπελέκι, κλαρίνο, άντε κι ένα ντράμς σε χαμηλή ένταση και να γράψουμε τραγούδια παλιά.

Β.ΠΛΕΥΡΑ
Για να γράψεις αυτά τα πράματα πρέπει να κάνεις πρόβα πρώτα. Να γράψουμε τα παλιά τα πιο ουσιώδη.
Είχε έρθει ένας άνθρωπος και μας έγραψε κάποτε στο μαγαζί του Φώτη του Κατσαίτη στα Χαραδιάτικα. Τι έγινε αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρω, μας είπε θα μας στείλει θα μας κάμει θα μας ράνει, τίποτε... Μάλιστα τού’χε ακούσει  στο ράδιο η αγγονιά του Βαλαωρίτη και μας κάλεσε στη Σπάρτη-εννοεί στη Μαδουρή-με πρόσκληση στο γάμο της. Μας έδωσε από εξήντα χιλιάδες δραχμές Εμένα το Τσιρούφλη το Γιώργο κι ένα παιδί ακόμα το 1991. Ο άντρας της μάλιστα έπαιζε κύμβαλο και ήξερε από μουσική.
Πήγαμε εκεί και είπαμε κάποια κλέφτικα επιτραπέζια του γάμου, μετά από αυτά που θα γράψουμε θα πούμε κι άλλα παλιά τσάμικα, συρτά κλπ.
Ναι αλλά αυτός σας έγραψε στα χαραδιάτικα ε;
Ναι, μας είπε είσαστε καταπληκτικοί.Μπράβο, μπράβο και θα σας φέρω αντίγραφα και και...
Μπορούμε να πούμε δυο τραγουδάκια πούχω πολλά χρόνια να ακούσω;Ποιά;
«Φκήσουμε μανούλα μου» «τώρα στα καλά μαλιά μου»,
Ένα άλλο, είδα ένα γέρο που κλαιγε σα νάτανε παιδάκι. Ένα άλλο παλιό τραγούδι λέει: Αμάν θα αφήσω γένια και μαλλιά, αμάν για να με λέτε γέρο, αμάν γλεντάτε νέοι το ντουνιά αμάν αμάν γιατί ο καιρός διαβαίνει, κι όποιος μπει στη μαύρη γη αμάν πίσω δεν ξαναβγαίνει.
Ο καροτσέρης τι τραγούδι είναι μπάρμπα Νίκο;
Είναι σταυρωτό, καροτσέρη, καροτσέρη με τη μάστιγα στο χέρι.
Εγώ ότι περνάει απ’ το χέρι μου πού ’σαι νέος κι ανακατεύεσαι με αυτά τα πράγματα. Να πω και κάτι άλλο Σπύρο. Μας εκάλεσε ο σύλλογος Βασιλικής. Πήγαμε αφιλοκερδώς. Αφού χορέψανε και τα παιδάκια τους μετά το πράμα άρχισε να κρυένει. Εκεί όμως ήτανε και κόσμος πολύς και μερακλήδες. Αρχίσαμε μερικά τσάμικα εμείς, τι θέλεις να γένει, και κείνα τα μικρά παιδάκια που ‘τανε στο χορευτικό τι θέλεις να σου πω ζωντανέψανε κι εκείνα, μα τη Παναγιά. Κάτι αητό κάτι αράχωβα, μην ακούς αρέσει αλλά είναι και πως θα τα προωθήσεις, και στα μπουζούκια που λένε, λέει 5, 10, 20, τραγούδια κι απέ όπως αρχίζει το κλαρίνο τους βλέπεις όλους βζιτ...
Είναι και το άλλο μ’ αρέσει να το πω. Τερμάτισα τώρα απο ζήτημα μουσικής, σκόλασα, και τώρα πάω με τα παιδιά εγώ τους τοπα. Τι χαλευω γέροντας άνθρωπος απάνου στο πατάρι.
Σε κουράζουνε ε;
Όχι δε με κουράζουνε, εγώ όταν καταλάβω λίγο ότι μειονεκτώ δεν ανεβαίνω ακόμα κι άν μου βάλεις το κουμπούρι στ’ αυτί. Αλλά με θέλουνε ακόμη, λένε ρε Μάη που είσαι;Πέςμας κανένα, το μόνο που έχω αφήσει είναι ανθρωπιά, δηλαδή το λέω και το καυχιέμαι. Στο σπίτι του Θανάση του Τασούλα  ή του Άλφα ή του Βήτα που πήγα κι έφαγα ψωμί ήμουνα κύριος δηλαδή έβλεπα τη μάνα σου και με έβλεπε σαν άνθρωπο όχι τζογλάνι. Ρώτα το πατέρα σου.
 Πάρε τα παιδιά και πήγαινε τα στο σπίτι.
Και στο τραγούδι πιστεύω ότι τα κατάφερνα καλύτερα απ’ το καθένα.Αυτή η δουλειά τώρα έχει απαιτήσεις, γιατί είναι πολλά τα τραγούδια και ακούει ο κάθε πιτσιρικάς μια λέξη απο κάθε τραγούδι και θέλει να το ξέρεις κιόλας. Εγώ είχα πάει μια φορά με το Καρναβά- αν πέρασε και δεύτερος δεν πιστεύω να ΄τανε κι άλλος -και τραγούδια  που ήξερε πολλά συρμαγιά.
Είμαστε στου Πάνου του Κουκή το καφενείο με το Τσιρούφλη. Ο Πάνος έχει ένα αδερφό το Στάθη στην Αθήνα που ήτανε πολύ φίλοι με το Καρναβά και κανόνισε να έρθει στο μαγαζί.Μου λέει θα φέρω το Καρναβά. Δεν έχεις πρόβλημα ε; Γιατί του λέω; Ίσα ισα γιατί αν έρθει ο Καρναβάς αντί να πω πενήντα τραγούδια θα πω πέντε. Μια παρέα λοιπόν απο το Μεγανήσι δέκα άτομα μου λέγανε Νίκο ένα ξενιτεμένο και μετά σειρά χορού. Λέει λοιπόν ο Καρναβάς ένα ξενιτεμένο, ξενιτεμένο μου πουλί και σηκώνεται λοιπόν η γυναίκα και λέει Νίκο σου είπαμε να πεις ένα ξενιτεμένο.Με συγχωρείτε είπα.Εμείς θέλουμε εσένα είπε.Αυτοί εκει μέσα έχουνε όλοι ξενιτεμένους, εγώ λοιπόν ήξερα τι θέλανε αυτήνοι, ήξερα τα παιδιά τους. Αυτήνο εκεί μέσα έχουνε δική τους διάλεκτο πχ θέλανε παιδί κι άλλα τέτοια που γνώριζα εγώ να προσαρμόζω... ή Σπύρο μ’ πού ‘σαι στη ξενιτιά ήξερα τις οικογένειες. Ο Καρναβάς όμως που ήτανε επαγγελματίας έλεγε παίξ’τους εσύ ωρέ γαμώ τη Πάναγία σου. Τότε να ιδείς χιλιάρικο στο πανηγύρι; Όλο κατοστάρικο-εκατό δραχμές-.
Ένα άλλο: της θάλασσας τα κύματα όλα θα τα ενώσω, τα λένε αυτά συχνά.Μια μάνα κλαίει και θρηνεί τους γιούς της τους παρακαλεί, μην πάτε παιδιά στη ξενιτιά γιατί έχει πίκρες και βάσανα πολλά. Είναι δικό μου αυτό. Το ‘χω βγάλει εγώ. Λοιπόν μπήκανε στο χορό εφτά άτομα, λεφτά με το τσουβάλι, μπύρες με τα κιβώτια, το λέω λοιπόν γιατί εγώ δεν είμαι εγωιστής. Έλεγε λοιπόν ο Καρναβάς γειά σου ωρέ Νίκο Μάη αηδόνι της Λευκάδος. Εν τούτοις όμως με θέλανε εμένα καλύτερα από το Καρναβά  γιατί τους έλεγα αυτά.
-Από όλους τους τραγουδιστές που έχεις συναντήσει στη Λευκάδα ποιούς αξιολογείς σαν καλύτερους να χουνε περάσει από κλαρίνα, γλέντια, κλπ;
Πιστεύεις ότι ήσουνα το νούμερο ένα;
Ρώτησε άλλους όχι εμένα.
-Εντάξει πες μας για τους άλλους τότε όχι για σένα, και πες μας και για ένα Μπουτουλούνια από το Κατωχώρι  αν τον ήξερες, και τι έλεγε σαν τραγουδιστής.
Είναι στην ηλικία μου τον ξέρω, ωραίος , άχρωμος όμως. Έχει ωραία φωνάρα αλλά δεν δενότανε καλά πάνω στα όργανα δεν είχε δηλαδή καταλήξεις καλές, χρονάτος μεν έπεφτε στα όργανα πάνω η φωνή του αλλά δεν κατέληγε εκεί που έπρεπε. Μήτσο δεν τον ελέγανε; Ναι, ένα έτσι ομορφόπαιδο και δυνατό παιδί, είμαστε και φίλοι. ‘Επαιζε και λαούτο αλήθεια!
Ο Μήτσος -Καββαδάς-δηλαδή ο Μπαρμπάκος. Από άλλους τραγουδιστές
 ο Στάθης ο Δρακονταειδής από τα παλιά, πολύ ωραίος, μετά ο Θωμάς Πατρίκιος νούμερο δύο, μετά ο Ζαφείρης ο Ζόγγος από δω από το χωριό ο Νιόνιος ο Ψωμάς. Απο τους πολύ παλιούς στο νησί ο Χρήστος ο Βερεστώντας ο καλύτερος, ήτανε κι ο Ζγουμπονικολός που έπαιζε λαούτο καλούτσικος, της καινούργιας φουρνιάς για μένανε ήτανε ο Θωμάς. Τα καλύτερα κλαρίνα ήτανε ο Βλάχος κι ο Βρυώνης στο νούμερο ένα στο νούμερο δύο ο Σπύρος Κατωπόδης Τσιρούφλης απο τους νέους μονο ο Νιόνιος έχει μείνει οπότε δεν πιάνεται γιατί είναι μοναχός του.Τον φτάνει μπάρμπα Νίκο ο Νιόνιος το Βρυώνη;
Τονε πλησιάζει αλλά θέλει πολύ δουλειά ακόμη και σε πολλά τραγούδια. Αυτό θα το προσέξεις που θα σου πω γιατί νοιώθεις από μουσική, αν του Άϊ Δημητριού παίξουμε. Θα ειδείς τι διαφορά υπάρχει όταν θα τραγουδάει ο Νιόνιος ο Ψωμάς ή ο Μάης ή γυναίκα.Και γιατί στο λέω τούτο, ο Νίκος είχε μια ωραία διδαχή απάνου στο κλαρίνο και είχε  κι από θέσεις γιομάτες, δηλαδή από φωνές με λαιμό που δύσκολα σήμερα τραγουδιστές τραγουδάνε, από αυτή τη φωνή, μόνο εδώ ο γέροντας. Επειδή τον έμαθε πχ «τα νιάτα» , «ο Σελήμπεης» , «η Μαυριδερούλα»,... να σου πω πενήντα: «βουνά μη καμαρώνετε» , «αμένα να με κλάψετε και να με λυπηθείτε με την αγάπη πόμπλεξα»... .
Αυτά τα έπαιζε όλα ο Βρυώνης δηλαδή ακουγότανε φωνή. Παίξιμο γενικά από ψιλές φωνές σε άντρα που ν’ αυτές οι γερές που δε μπορούνε οι σημερινοί τραγουδιστές. Αυτό που σου λέω να το προσέξεις στο πανηγύρι, όταν τραγουδάω εγώ τι διαφορά θα υπάρχει.
Αυτή είναι η διαφορά με τα κλαρίνα λοιπόν. Από τα βιολιά πρώτος ο Λευτέρης Μπουμπούλιας.
Τέλος



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ 1924-2007

Ο Ζουρνάς είναι ένα όργανο που στη Λευκάδα υπήρξε για τουλάχιστον  πεντακόσια -500- χρόνια. Τούρκοι και πειρατές μνημονεύονται ως προς τη πατρότητα του.
          Διατηρήθηκε μέχρι το 1960 περίπου όπου οι τελευταίοι ζουρνατζήδες δεν άντεξαν τη πίεση του κλαρίνου, που χρειάστηκε μόλις μισόν αιώνα για να σβήσει παράδοση πέντε αιώνων.
Ο μπάρμπα Σαμουήλ σίγουρα δεν φαντάστηκε ποτέ πόσο βάρος πολιτιστικής κληρονομιάς κουβαλούσε πάνω του, μπορεί ποτέ να μην έμαθε να παίζει ζουρνά, όμως οι ζουρνάδες που έφτιαχνε είχαν αφήσει εποχή για την ποιότητα της κατασκευής και τη τελειότητα του ήχου που διέθεταν.
          Πραγματικά είναι ενδιαφέροντα τα τεχνικά στοιχεία της κατασκευής του οργάνου όπως μας τα διηγήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξη του το 1997.

«Ο ζουρνάς έχει μια μπουκαδούρα σαν χωνί που λέγεται καμπάνα. Ένα καλάμι μήκους τριάντα πόντων όπου πάνω σ’ αυτό τοποθετούσα μια σφυρίχτρα. Μετά το καλάμι υπήρχε το βαρελάκι και υπήρχε και η γλώσσα.
          Το ξύλο που χρησιμοποιούσα ήταν η μηλιοκοκιά και η καρυδιά. Το πρώτο είναι πιο καλό για τη ποιότητα του οργάνου αλλά το δεύτερο το δούλευα πιο εύκολα. Το ‘φκιανα όλο με σκαρπέλο.
          Τη τρύπα στο καλάμι την έκανα με σουβλί καμένο στη φωτιά.
          Τη καμπάνα την έκανα με ένα σφοντύλι δυνατό που είχα από τις ρόκες, που κεντάγανε οι γυναίκες και μετά στο γύρο του τού ’βανα και το στεφάνι του από λάτα, εφαρμοσμένο.
          Η μπουκαδούρα είχε τη μεγαλύτερη τέχνη και ήθελε κόλπο. Έπρεπε  να είναι κούφια και να παίρνει τη γλώσσα μέσα και να υπάρχει σκαλί κατάλληλο για να κλειδώνεται στο βαρελάκι.
          Οι μπουκαδούρες οι δικές μου ήτανε οι καλύτερες, έρχονταν οι γύφτοι που γύριζαν στα χωριά και μου παράγγελναν. Ήμουνα αβάρετος, έφκιανα συνέχεια, αλλά τι να το κάμεις δεν έβγαινε μεροκάματο, πενταροδεκάρες.
          Από όλα τα χωριά της Λευκάδας μου παράγγελναν ζουρνάδες, κυρίως οι τσοπαναραίοι. Ο καλύτερος ζουρναδόρος ήταν ο Σπυρούτσος από την Εύγηρο.
  Τη τέχνη την έμαθα μοναχός μου γιατί έπιανε το χέρι μου κι ότι έβλεπα το έφκιανα. Κάποια πράγματα όμως είδα από τα αδέρφια της μάνας μου τους Πριτζιπαίους που ήταν από το Κατωχώρι.
          Εκτός από  ζουρνάδες έφκιανα εξαιρετικά κλαρίνα χωρίς όμως κλειδιά. Επίσης φλογέρες καλαμένιες και ξύλινες ή κανουλένιες από κάννη γκράδων.
Επίσης ξυλοκούμπουρα, αυτά ήταν σα περίστροφα σκαλιστά ολόκληρα με σκαρπέλο, έβαζα μέσα στη τρύπα ένα κάλυκα του γκρα. Μετά έβαζα το φυτίλι στο μπαρούτι και του έβαζα φωτιά που όπως έσκαγε νόμιζες πως έγινε σεισμός»