Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ 1924-2007

Ο Ζουρνάς είναι ένα όργανο που στη Λευκάδα υπήρξε για τουλάχιστον  πεντακόσια -500- χρόνια. Τούρκοι και πειρατές μνημονεύονται ως προς τη πατρότητα του.
          Διατηρήθηκε μέχρι το 1960 περίπου όπου οι τελευταίοι ζουρνατζήδες δεν άντεξαν τη πίεση του κλαρίνου, που χρειάστηκε μόλις μισόν αιώνα για να σβήσει παράδοση πέντε αιώνων.
Ο μπάρμπα Σαμουήλ σίγουρα δεν φαντάστηκε ποτέ πόσο βάρος πολιτιστικής κληρονομιάς κουβαλούσε πάνω του, μπορεί ποτέ να μην έμαθε να παίζει ζουρνά, όμως οι ζουρνάδες που έφτιαχνε είχαν αφήσει εποχή για την ποιότητα της κατασκευής και τη τελειότητα του ήχου που διέθεταν.
          Πραγματικά είναι ενδιαφέροντα τα τεχνικά στοιχεία της κατασκευής του οργάνου όπως μας τα διηγήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξη του το 1997.

«Ο ζουρνάς έχει μια μπουκαδούρα σαν χωνί που λέγεται καμπάνα. Ένα καλάμι μήκους τριάντα πόντων όπου πάνω σ’ αυτό τοποθετούσα μια σφυρίχτρα. Μετά το καλάμι υπήρχε το βαρελάκι και υπήρχε και η γλώσσα.
          Το ξύλο που χρησιμοποιούσα ήταν η μηλιοκοκιά και η καρυδιά. Το πρώτο είναι πιο καλό για τη ποιότητα του οργάνου αλλά το δεύτερο το δούλευα πιο εύκολα. Το ‘φκιανα όλο με σκαρπέλο.
          Τη τρύπα στο καλάμι την έκανα με σουβλί καμένο στη φωτιά.
          Τη καμπάνα την έκανα με ένα σφοντύλι δυνατό που είχα από τις ρόκες, που κεντάγανε οι γυναίκες και μετά στο γύρο του τού ’βανα και το στεφάνι του από λάτα, εφαρμοσμένο.
          Η μπουκαδούρα είχε τη μεγαλύτερη τέχνη και ήθελε κόλπο. Έπρεπε  να είναι κούφια και να παίρνει τη γλώσσα μέσα και να υπάρχει σκαλί κατάλληλο για να κλειδώνεται στο βαρελάκι.
          Οι μπουκαδούρες οι δικές μου ήτανε οι καλύτερες, έρχονταν οι γύφτοι που γύριζαν στα χωριά και μου παράγγελναν. Ήμουνα αβάρετος, έφκιανα συνέχεια, αλλά τι να το κάμεις δεν έβγαινε μεροκάματο, πενταροδεκάρες.
          Από όλα τα χωριά της Λευκάδας μου παράγγελναν ζουρνάδες, κυρίως οι τσοπαναραίοι. Ο καλύτερος ζουρναδόρος ήταν ο Σπυρούτσος από την Εύγηρο.
  Τη τέχνη την έμαθα μοναχός μου γιατί έπιανε το χέρι μου κι ότι έβλεπα το έφκιανα. Κάποια πράγματα όμως είδα από τα αδέρφια της μάνας μου τους Πριτζιπαίους που ήταν από το Κατωχώρι.
          Εκτός από  ζουρνάδες έφκιανα εξαιρετικά κλαρίνα χωρίς όμως κλειδιά. Επίσης φλογέρες καλαμένιες και ξύλινες ή κανουλένιες από κάννη γκράδων.
Επίσης ξυλοκούμπουρα, αυτά ήταν σα περίστροφα σκαλιστά ολόκληρα με σκαρπέλο, έβαζα μέσα στη τρύπα ένα κάλυκα του γκρα. Μετά έβαζα το φυτίλι στο μπαρούτι και του έβαζα φωτιά που όπως έσκαγε νόμιζες πως έγινε σεισμός»