Translate

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΗΤΣΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΤΣΙΡΟΥΦΛΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΛΑΡΙΤΖΗ ΜΗΤΣΟΥ ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΤΣΙΡΟΥΦΛΗ
1921- ----

ΧΑΡΑΔΙΑΤΙΚΑ 1998

ΕΡ.: Γνωρίζεις τίποτε μπάρμπα Μήτσο για έναν οργανοπαίχτη Βαρδή που έπαιζε παλιά στη Λευκάδα;
ΑΠ.: Γιατί ρωτάς ειδικά για αυτόνε;
ΕΡ.: Επειδή δεν τόνε ξέρει κανείς από αυτούς που έχω ρωτήσει και θέλω να μάθω ποιος ήτανε;
ΑΠ.: Μάλιστα! ρώτησες τον πιο κατάλληλο άνθρωπο.
Ο Γιάννης Βαρδής ήτανε παιδί του Αποστόλη από το Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας. Ήρθε στη Λευκάδα κι έπαιζε σαντούρι. Μετά το γύρισε στο λαούτο και στο ακορντεόν.
Εδώ που ήρθε παντρεύτηκε την Ελένη του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ ήτανε αδερφός του γιατρού του Αρμένη. Μάλιστα νομίζω ότι ο γιός του είναι ένας Αντώνης Βαρδής που είναι καινούριος τραγουδιστής, τώρα της νεολαίας.
Οταν εγώ ξεκίναγα με το κλαρίνο έκανα ζυγιά κάποτε με τον Βαρδή, τον Μαρκεζίνη από το Μεγανήσι, και τον Καρναβά με κοντά παντελονάκια όπου τον συνόδευε μαζί κι ο πατέρας του.
Μας καλέσανε λοιπόν σε ένα γάμο που γίνονταν στο Βάτο. Ένα ορεινό χωριό στο Περγαντί. Πάνω από το Μοναστηράκι. Χιλιόμετρα ολόκληρα, δρόμος δεν υπήρχε. Μονοπάτι για τα γαϊδούρια και όλο γκρεμοί. Είχανε λοιπόν κανονίσει τι λεφτά θα παίρναμε με βάση τα κανίσκια που θα έφερνε  ο κόσμος στο ζευγάρι. Είχανε μαζευτεί λοιπόν καμιά διακοσαριά κανίσκια που το καθένα είχε κι από ένα τραγί. Τα είχανε κρεμασμένα όλα γύρω-γύρω στα δέντρα και ήτανε ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Είπα κι εγώ θα οικονομήσουμε λεφτά εδώ. Τι θέλεις να γίνει όμως. Σε κάποια περιοχή πάνω από το Μοναστηράκι που λέγονταν "Γύφτισσα" κάποιος έστησε καρτέρι σε κάποιο καλεσμένο από το Θύριο που πήγαινε με τη γυναίκα του και το παιδί του το μουλάρι και το κανίσκι στο γάμο. Τον τουφέκισε και τον σκότωσε. Δεν το είπανε στο γάμο για να μη χαλάσει. Κατά τις δώδεκα το βράδυ βούιξε ο τόπος μόλις γνωστοποιήθηκε. Εμείς δεν είχαμε βγάλει τίποτε μέχρι εκείνη την ώρα. Ορέ παιδιά λέει ο Βαρδής εντάξει για μας αλλά για τα παιδιά που ήρθανε από τη Λευκάδα δεν πρέπει κάτι να δώσουμε; Ναί λέει κάποιος, παίρνει λοιπόν ένα σκούφο κι άρχισε να μαζεύει διάφορα φραγκοδίφραγκα άντε και κανένα τάλιρο κι ίσα-ίσα και βγάλαμε το διάφορο. Ήτανε το ποδαρικό μου μόλις ξεκίνησα το κλαρίνο σε γάμους και πανηγύρια.
Στο Ξηρόμερο όταν ξυρίζανε το γαμπρό ρίχνανε ένα δίφραγκο στο γαμπρό. Ρίχνανε κάτι και στην ορχήστρα που του έπαιζε.
Στους γάμους τους Λευκαδίτικους κάναμε άλλα πράγματα. Παίζαμε όταν ξυρίζανε το γαμπρό στο γάμο συνοδεία και γλέντι και τη Δευτέρα του γάμου που είχε αποδειχθεί ότι η νύφη ήτανε τίμια-παρθένα- παίζαμε το τραγούδι "Ξύπνα αγάπη μου, ξύπνα γλυκιά μ' αγάπη..."
ΕΡ.: Κι αν η νύφη δεν ήτανε τίμια μπάρμπα Μήτσο τι κάνατε;
ΑΠ.: Τότε είμαστε υποχρεωμένοι να τήνε πάμε πάλι πίσω στο σπίτι της, με συνοδεία όργανα και συγγενείς να την παραδώσουμε του πατέρα της. Αλλά αυτό στα χρόνια μας δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Κι οι παλιότεροι οργανοπαίχτες που μας ενημερώσανε ούτε στα δικά τους χρόνια είχε γίνει. Απλά το ξέρανε σαν έθιμο που κι αυτοί τό'χανε ακούσει από τους προηγούμενους...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΕΛΕΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ

ΕΛΕΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ 
1952- 

ΚΑΤΩΧΩΡΙ 2005 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

Η Χρύσω Σκλαβενίτη του Σκούρα από το Φτερνό ήτανε με το όνομα η ομορφότερη γυναίκα της περιφέρειας εκειά τα χρόνια. Στα χρόνια που είχαμε το Δάγλα δάσκαλο 1955της είχανε βγάλει τραγούδι συρτό που το λέγανε και στα πανηγύρια. Για χάρη της είχανε σκοτωθεί δυο άνθρωποι.Τα λόγια ήτανε: Εκεί ψηλά στον Άι Λιά* γίνεται πανηγύρι, μεγάλο γλέντι γίνεται σε αυτό το μοναστήρι, η Χρύσω σέρνει το χορό και τα βιολιά βαρούνε, κι όλοι οι λεβέντες του χωριού σιμά στα μάτια τη κοιτούνε, κι ένας λεβέντης του χωριού σιμά τη πλησιάζει και με πικρό χαμόγελο τη Χρύσω κουβεντιάζει, Χρύσω μ εγώ σ΄ αγάπησα και θέλω να σε πάρω κι αν θες το γρηγορότερο στεφάνι να σου βάλω.  ...
*Άι Λιάς εκκλησία στο Φτερνό.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΚΑΚΑΡΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΚΑΚΑΡΗ 
1906-2003

ΠΟΡΟΣ 2003 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ

ΚΑΣΕΤΑ 4

Πληροφορίες σχετικά με τους οργανοπαίχτες του Πόρου. ΕΡ. Δε μου λες Μπάρμπα Γιάννη οργανοπαίχτες εδώ στο χωριό παλιούς θυμάσαι να παίζουνε λαγούτο, κλαρίνο, βιολί, άργανο ζουρνά τέτοια πράματα;
ΑΠ. Ζουρνά έχω ακουστά πως έπαιζε ο Δήμος ο Καραβίας ο πατέρας της πεθεράς μου, εκείνα τα χρόνια τα παλιά.
ΕΡ. ο Πέτρος ο Καραβίας;
ΑΠ. όχι ο Δήμος ο Καραβίας
ΕΡ. Τι σόι ήτανε;
ΑΠ. Καραβίας ακούς!
ΕΡ. Από που είχανε έρθει αυτό το σόι;
ΑΠ. Δε ξέρω, από τον Άι Πέτρο θα-ν-είχανε έρτει, εκείνος ο Κώστας π' γυρνάει με το φορτηγό από το Βουρνικά είναι στον Άι Πέτρο.
ΕΡ. Τον θυμάσαι εσύ το Δήμο τον Καραβία;
ΑΠ. Τον θυμάμαι στην απιδιά που κέντρωσε ο παππούς μου.
ΕΡ. πόσων χρονών να ήτανε;
ΑΠ. Καμια δεκαριά χρονών ήμουνα εγώ τότε.
ΕΡ. εκανε κομπανία με κανένανε εδώ να παίζει;
ΑΠ. Δε ξέρω μωρέ Σπύρο εκειά τα χρόνια, ήτανε κι ένας που τονέ φωνάζανε Πανούλη Άργανο
ΕΡ. Τι σόι ήτανε αυτός; Σκλαβενίτης;
ΑΠ. Δεν ξέρω,
Μετά βγήκανε κάτι άλλοι κλαρίνα και βιολιά.
ΕΡ. Ποιοί βγήκανε μετά, κλαρίνο ποιός έπαιζε;
ΑΠ. Κλαρίνο έπαιζε ο Πάνος ο Καλόγερος
ΕΡ. Καλό;
ΑΠ. Έπαιζε αυτά τα γύφτικα ο Πάνος ο Κατωπόδης Καλόγερος
ΕΡ. Έπαιζε δημοτικά;
ΑΠ. Μπααα
ΕΡ. Βιολιά έπαιζε εκειός ο Μαρινάκης, μωρέ χαλέβανε να παίξουνε βιολιά και κλαρίνα αλλά δεν τα καταφέρνανε. Κι εκείνος ο.........(δεν ακούγεται
ΕΡ. Ποιός άλλος εκείνος που σκοτώθηκε είπες;
ΑΠ. Ο Μήτσος ο Κονιδάρης Χαρμόβας, κι ο Μήτσος ο Σκαρμούτσος.
ΕΡ. Και ποιός άλλος δοκίμασε αλλά δεν τα κατάφερε;
ΑΠ. Τι διάολο θέλεις αυτούς τους παλαιούς;
ΕΡ. θα τους καταγράψουμε κι αυτούς!
ΑΠ. Ήτανε κι αυτός ο Ντίνος πού'χε κλαρίνο
ΕΡ. Ποιός Ντίνος;
ΑΠ. Κωνσταντίνος Ζαμπάτης του Μάρκου
ΕΡ. Δοκιμάσανε αλλά δεν τα καταφέρνανε δηλαδή;
ΑΠ. Ητανε παλιοί αυτοί ξέρω γω τι τα κέρατα τους κάνανε;
ΕΡ. Ο Ντίνος ποιανού πατέρας ήτανε;
ΑΠ. Ο Ντίνος είχε τη Κατερίνα και την Ακριβή.
ΕΡ. Πότε πέθανε;
ΑΠ. Δεν είναι καμιά δεκαριά χρόνια
ΕΡ. Ο Μήτσος ο Καρτούτσος ήτανε πιο παλιός ε;
ΑΠ. Ο Μήτσος ήτανε καμιά...δυο χρόνια παλιότερος απο μένα, το
τη περιουσία του τη πήρε ο Τσιμογιάννης πήγε πέρα στη Ζαβέρδα αυτός.)που σκοτώθηκε έπαιζε κλαρίνο κι ετούτος ο Σκαρμούτσος έπαιζε κλαρίνο, καλά κολοκύθια, κι ο γιός του πήγε να μάθει ψιλοπράγματα παίζανε.-Ντίνος-1905ΕΡ. Ο Πάνος Κατωπόδης ο Καλόγερος;
ΑΠ. κι αυτός.....και παντρεύτηκε στο Φρύνι μετά
ΕΡ. Ήτανε μεγαλύτερος από σένα πολύ;
ΑΠ. Ποιός ο Πάνος; Εγώ είμαι συνομήλικος με τη κοπέλα του τη μεγάλη εκείνη που είχε ο Μπουμπούλιας απάν'εκεί,δεν είμαστε συνομήλικοι ήτανε μεγάλος αλλά τόνε θυμάμαι μια φορά!.....

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΝΙΚΟΣ ΜΑΗΣ

Νίκος Μάης  συνέντευξη 1996 στον Σπυρίδωνα Σκλαβενίτη

Α.ΠΛΕΥΡΑ
Είναι Λευκαδίτικα τα καραβάκια, το μπαρμπούνι, και η λεμονιά;
-τη λεμονιά δεν την έχω ακούσει ποτέ για Λευκαδίτικο. Τα καραβάκια και το μπαρμπούνι τα’ χω ακούσει στα χορευτικά. Το ‘χουμε παίξει σε Εξάνθεια, Δρυμώνα, το χορεύανε.
-τα καραβάκια;
Είναι σαν συρτό, όχι όμως στα πανηγύρια.
Έχουμε αμφιβολίες δηλαδή αν είναι Λευκαδίτικα ε;
Όχι τα δύο για μένα είναι, είναι παλιά. Αλλά όσον αφορά για το άλλο που λες δεν είναι η λεμονιά.
Για το μπάλο και τη μηλιά;
Η μηλιά είναι ιστορικό τραγούδι της Λευκάδος.
Το χορεύουν εδώ στο χωριό σαν παλιά;
Γυναίκες ήτανε καμιά δεκαπενταριά είκοσι  που ήτανε το μόνο τους τραγούδι.
-Τη χορεύουν έτσι με τα βήματα;
Με τα βήματα ωραία! Οι πιο παλιοί το λέγανε το τραγούδι αυτό. Όπως ο Γιάννης ο περατιανός. Ο Σίμων Καρράς και η Δόμνα Σαμίου είχαν έρθει στη καλύβα τούτ’ εδώ.Το τραγούδι λέγεται ο Γιάννος ο Μαραθιανός είναι ένα μέρος απέναντι από τη Λευκάδα  που λέγεται Μαραθιάς, κι απ’ αυτό λέγανε κατάγεται αυτός ο χορός. Όχι δε λεγότανε ο Περατιανός. Κανονικά δηλαδή τού πε κι  ο Σίμωνας ο Καρράς. Αυτός φοράει τα τσάμικα εννοεί φοράει τις μπουραζάνες τα κεντητά πουκάμισα.
-Και λες δηλαδή να είναι Λευκαδίτικο;
Ο Σίμων ο Καρράς ήρθε επί τούτου.
Ήρθε και ρώτησε. Είναι και βιβλίο παιδί μου γραμμένο.
          Έχεις ακουστά στα πανηγύρια να πετάνε λιθάρι, σκοποβολή, άλμα κλπ;
Όχι, τα παλιά όμως χρόνια όταν πρωτοβγήκα στα πανηγύρια όταν η νύφη ήτανε παρθένα έβγαινε το πουκάμισο για να το δείξει. Το έχω ιδεί εγώ.
Υπήρχανε παλιά χοροδιδάσκαλοι στο χωριό;
Όχι οι παλιοί στους καινούργιους.
Επειδή έχεις πάρει μέρος σε γάμους πολλούς μπορείς να μας πεις κάνα τραγούδι, για τα προζύμια πχ ετοιμάζανε τη πίτα και λένε:
Ευχήσου με μανούλα μου στο ωραίο μου προζύμι στο ωραίο μου προζύμι και στο καλορίζικο μου.
Με την ευχή μου ρε παιδί μου κι ο θεός να σε προκόψει.
Φκειθείτε με αδέρφια μου στο ωραίο μου προζύμι. Με την ευχή μας αδερφή...
Στο κρεβάτι με τον ίδιο σκοπό:
«Αφήνω γεια, αφήνω γεια στο σπίτι μου και σ’ όλους τους δικούς μου, αφήνω γεια, αφήνω για στη γειτονιά, και σ’ όλους τους δικούς μου...
Φτάνουμε στο σπίτι του γαμπρού:
«Έβγα κυρά έβγα κυρά και πεθερά, να προσδεχτείς τη πέρδικα, ωρέ τη πέρδικα τη πλουμιστή να τηνε βάλεις στο κλουβί να την ταΐζεις ζάχαρη να την ταΐζεις μέλι.
Πόρτες και παραθύρια μου όλα ξεκλειδωθείτε, και τη νυφούλα που ‘ρτε εδώ, καλώς να τη δεχτείτε.
Σήμερα λάμπει, σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, σήμερα στεφανώνεται αητός τη περιστέρα.
Στο τραπέζι: σε τούτη τη τάβλα πούμαστε...
Αν ξέρεις ότι τα παιδιά αγαπιόντουσαν, είναι ένα ωραίο που λέει: χαίρετ’ ο πεύκος στη δροσιά κι η Λεύκα τον αέρα χαίρεται κι νιόγαμπρος την όμορφη που πήρε κι όλο στα μάτια τη κοιτά κι όλο γλυκά της λέει: από μικρός σ’ αγάπησα μα τώρα πια σε πήρα.
Κλέφτικα και ξενιτεμένα λέγαμε ένα σωρό. Τα παλιά χρόνια μπορώ να σου πώ ότι το τραπέζι μετά το φαί μπορεί να κράταγε και δύο ώρες με το τραγούδι που κάνανε και το πιοτί. Ήτανε και το λεγόμενο π’ λέγανε. Ο καθένας που παράγγελνε το τραγούδι σ’ ένανε που ήτανε επιτετραμένος. Τα πρώτα τραγούδια ήτανε το νιόφωτο. Μετά ξεκίναγε από το πατέρα του γαμπρού τη μάνα και στη συνέχεια όλοι. Μόλις του ‘λεγες το τραγούδι έλεγαν φέρε το κοφίνι να ρίξει το γιομάτο, ή το είχανε πάνω στο τραπέζι και πέταγε τον οβολό του.
Όταν ήτανε τα δυο συγγενειακά μαζί λέγανε το τραγούδι μπήκε η νύφη στο χορό με γεια και με χαρά της να...
Τα καταργήσανε αυτά τώρα, βάνουνε σαχλαμάρες ξένα.
Επέρυσι ήμουνα στην Αυστραλία και πήγα σ’ ένα γάμο. Ήτανε απ’ το χωριό μου το παιδί-ο πατέρας του-παντρεύτηκε πέρα κει. Είχανε κάποιους με όργανα. Γιατί να ξέρεις Σπύρο μου οι Έλληνες στα ξένα κράτη κρατάνε καλύτερα από μάς τα έθιμα. Σ’ αυτό το γάμο που πήγα ήταν ένα παιδί από το χωριό μας που παίζει κιθάρα και τραγούδι κι ένα άλλο που παίζει. ντράμς Πατρίκιος Γιάννης του Θεοφάνη και Παράσχος Πατρίκιος του Αναστασίου.
Λέει ο πατέρας του γαμπρού θέλω ένα γάμο παλιόνε το παιδί με το κλαρίνο δεν τα ‘ξερε εδώ τα δικά μας, στα κλέφτικα έμπαινε αλλά στα άλλα είχε πρόβλημα. Πήγα σπίτι και του έκανα προεργασία. Ήταν κι ένα παιδί που έπαιζε λαούτο και μου το ’φερε και το ‘φκιαξα. Το τι έγινε σε αυτό το γάμο δεν περιγράφεται. Τους είχε συμφωνία: -Εγώ δεν πήρα λεφτά βέβαια. -Με διακόσια δολάρια τον έναν, σύνολο οχτακόσια δολάρια και πιάσανε δυόμιση χιλιάδες δολάρια, με σήκωσε εκειός ο Πελλοπονήσιος κι οι άλλοι που χορεύανε στα χέρια κι έβλεπες το δάκρυ κι οι φωνές πόνου...!
Σου μιλάω ότι στην Ιταλία που έχω πάει τρείς φορές και με το Νιόνιο και με το Βρυώνη και με το Τσιρούφλη, αλλά με το Νιόνιο θα σου πω. Πήγαμε σε μια αίθουσα του δημοτικού θεάτρου που έγινε η εκδήλωση. Πέλαο ολόκληρο, μην ψάχνεις. Αυτοί όμως είχανε και μια μόνιμη ορχήστρα Παρασκευή Σαββάτο Κυριακή. Μπήκανε τα παιδιά της βασιλικής να κάμουνε το νουμεράκι τους αλλά στο κενό μέχρι να αλλάξουνε, όπως αρχίσαμε «την Αράχωβα» «τα νιάτα» εκείνη η ορχήστρα που ήτανε εκεί με σήκωσε στα χέρια,..και το «ξένε που ‘σαι στη ξενιτιά».
Μην ακούς ,υπάρχουνε άνθρωποι που τα θέλουνε όλα αυτά αλλά πρέπει να υπάρχουνε κάποιοι να τους τα υπενθυμίζουνε. Ήταν ένας δίπλα μου εκεί σε ηλικία εβδομήντα πέντε, όταν τελειώσαμε ήρθε μου έδωσε το χέρι και μου είπε: είμαι μουσικός, είσαστε υπέροχοι! Εσείς οι Έλληνες έχετε κάτι το ζωντανό, δε μπορούμε εμείς να το φτιάξουμε έτσι.
 Μα τη Παναγία.
Πήγαμε μια φορά σε ένα γάμο στο Μεγανήσι του Κονιδάρη, αυτ΄νώνε των καπεταναίωνε. Είχανε ένα Γάλλο ή Άγγλο καλεσμένο με τα παιδιά του: ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μείνανε κατάπληκτοι. Πω πω πως κάνανε! Και μείς που τα ’χουμε εδώ πάμε να τα παρατήσουμε όμως τότε θα αισθανθούμε την αξία τους. Το 1975 ήρθε ο Σίμωνας Καρράς και η Δόμνα Σαμίου και τα γράψαμε με το μπάρμπα Σπύρο το Κατωπόδη, κάτσαμε εδώ τότε και φάγαμε. Μάλιστα τότε έσερνα και το σπίτι. Είχα δυο παιδιά πάνω μαστόρους και ήμουνα πάνω στα κεραμίδια. Κατέβα κάτου ωρέ μου λέει ο Λευτέρης. Η γυναίκα μου είχε μαγειρέψει κολοκυθολάχανα κι είχε και κρέας στο φούρνο κι είχε και τη σαλαμούρα κρεμασμένη. Εφάγαμε όλη τη σαλαμούρα. Γυρίσανε όλο το σκουπούλι ανάποδα. Η Δόμνα όπου με δει κάνει σα να βλέπει το παιδί της. Καλή της ώρα.
Ρε Νίκο μου λέει θα σου πω κάτι και να μη με παρεξηγήσεις. Εσύ έπρεπε να χεις φύγει από δω. Είναι ο κύκλος κλειστός. Εσύ κι ο Λευτέρης με το βιολί θα είχατε γίνει πολύ μεγάλοι. Τι να κάνουμε της λέω κι εδώ πέρα που ήμουνα ήτανε πολύ καλά. Είχα οικογένεια υποχρεώσεις. Εγώ λέει παιδί μου δε σε έχω δει στο πατάρι, αλλά εδώ πέρα στις  πρόβες, που σ’ άκουσα, σε βλέπω ότι έχεις ζωντάνια. έχω γνωρίσει πολλούς συναδέλφους σου και καλύτερους από σένα. Όμως δεν έχουνε την απόδοση που έχεις εσύ. Δηλαδή στο κόσμο σκορπίζεις κέφι. Αυτή είναι η πραγματικότητα για σένα.
          Εγώ-ήμουνα- σε λαούτο και τραγούδι  κι όμως δε συγχρονιζότανε οι ήχοι στα δύο μικρόφωνα. Τους λέω λοιπόν όποιο ακουγότανε περισσότερο να το χαμηλώσουνε. Το ρυθμίσαμε λοιπόν.

Μια φορά μου είπε ο Γιώργος ο Βεργίνης -έχει αντίγραφο κι ο γαμπρός του Λευτέρη του Μπουμπούλια που δουλεύει μέσα στην Εθνική ο Σπύρος-:
Άκου να δεις τι πιστεύω εγώ ότι πρέπει να κάνουμε. Να γράψουμε αυτά τα τραγούδια. Πως ξεκινάει ο γάμος πως συνεχίζει και  άλλα παλιά τραγούδια. Εγώ όποια στιγμή αφιλοκερδώς συμφωνήσεις μαζί με το Νιόνιο, αλλά  θα πάρουμε κι ένα παιδί με κιθάρα ή Λαούτο γιατί δε θα μπορώ εγώ να συγχρονιστώ με όλα, όχι αρμόνιο, θέλουμε βιολί, τουμπελέκι, κλαρίνο, άντε κι ένα ντράμς σε χαμηλή ένταση και να γράψουμε τραγούδια παλιά.

Β.ΠΛΕΥΡΑ
Για να γράψεις αυτά τα πράματα πρέπει να κάνεις πρόβα πρώτα. Να γράψουμε τα παλιά τα πιο ουσιώδη.
Είχε έρθει ένας άνθρωπος και μας έγραψε κάποτε στο μαγαζί του Φώτη του Κατσαίτη στα Χαραδιάτικα. Τι έγινε αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρω, μας είπε θα μας στείλει θα μας κάμει θα μας ράνει, τίποτε... Μάλιστα τού’χε ακούσει  στο ράδιο η αγγονιά του Βαλαωρίτη και μας κάλεσε στη Σπάρτη-εννοεί στη Μαδουρή-με πρόσκληση στο γάμο της. Μας έδωσε από εξήντα χιλιάδες δραχμές Εμένα το Τσιρούφλη το Γιώργο κι ένα παιδί ακόμα το 1991. Ο άντρας της μάλιστα έπαιζε κύμβαλο και ήξερε από μουσική.
Πήγαμε εκεί και είπαμε κάποια κλέφτικα επιτραπέζια του γάμου, μετά από αυτά που θα γράψουμε θα πούμε κι άλλα παλιά τσάμικα, συρτά κλπ.
Ναι αλλά αυτός σας έγραψε στα χαραδιάτικα ε;
Ναι, μας είπε είσαστε καταπληκτικοί.Μπράβο, μπράβο και θα σας φέρω αντίγραφα και και...
Μπορούμε να πούμε δυο τραγουδάκια πούχω πολλά χρόνια να ακούσω;Ποιά;
«Φκήσουμε μανούλα μου» «τώρα στα καλά μαλιά μου»,
Ένα άλλο, είδα ένα γέρο που κλαιγε σα νάτανε παιδάκι. Ένα άλλο παλιό τραγούδι λέει: Αμάν θα αφήσω γένια και μαλλιά, αμάν για να με λέτε γέρο, αμάν γλεντάτε νέοι το ντουνιά αμάν αμάν γιατί ο καιρός διαβαίνει, κι όποιος μπει στη μαύρη γη αμάν πίσω δεν ξαναβγαίνει.
Ο καροτσέρης τι τραγούδι είναι μπάρμπα Νίκο;
Είναι σταυρωτό, καροτσέρη, καροτσέρη με τη μάστιγα στο χέρι.
Εγώ ότι περνάει απ’ το χέρι μου πού ’σαι νέος κι ανακατεύεσαι με αυτά τα πράγματα. Να πω και κάτι άλλο Σπύρο. Μας εκάλεσε ο σύλλογος Βασιλικής. Πήγαμε αφιλοκερδώς. Αφού χορέψανε και τα παιδάκια τους μετά το πράμα άρχισε να κρυένει. Εκεί όμως ήτανε και κόσμος πολύς και μερακλήδες. Αρχίσαμε μερικά τσάμικα εμείς, τι θέλεις να γένει, και κείνα τα μικρά παιδάκια που ‘τανε στο χορευτικό τι θέλεις να σου πω ζωντανέψανε κι εκείνα, μα τη Παναγιά. Κάτι αητό κάτι αράχωβα, μην ακούς αρέσει αλλά είναι και πως θα τα προωθήσεις, και στα μπουζούκια που λένε, λέει 5, 10, 20, τραγούδια κι απέ όπως αρχίζει το κλαρίνο τους βλέπεις όλους βζιτ...
Είναι και το άλλο μ’ αρέσει να το πω. Τερμάτισα τώρα απο ζήτημα μουσικής, σκόλασα, και τώρα πάω με τα παιδιά εγώ τους τοπα. Τι χαλευω γέροντας άνθρωπος απάνου στο πατάρι.
Σε κουράζουνε ε;
Όχι δε με κουράζουνε, εγώ όταν καταλάβω λίγο ότι μειονεκτώ δεν ανεβαίνω ακόμα κι άν μου βάλεις το κουμπούρι στ’ αυτί. Αλλά με θέλουνε ακόμη, λένε ρε Μάη που είσαι;Πέςμας κανένα, το μόνο που έχω αφήσει είναι ανθρωπιά, δηλαδή το λέω και το καυχιέμαι. Στο σπίτι του Θανάση του Τασούλα  ή του Άλφα ή του Βήτα που πήγα κι έφαγα ψωμί ήμουνα κύριος δηλαδή έβλεπα τη μάνα σου και με έβλεπε σαν άνθρωπο όχι τζογλάνι. Ρώτα το πατέρα σου.
 Πάρε τα παιδιά και πήγαινε τα στο σπίτι.
Και στο τραγούδι πιστεύω ότι τα κατάφερνα καλύτερα απ’ το καθένα.Αυτή η δουλειά τώρα έχει απαιτήσεις, γιατί είναι πολλά τα τραγούδια και ακούει ο κάθε πιτσιρικάς μια λέξη απο κάθε τραγούδι και θέλει να το ξέρεις κιόλας. Εγώ είχα πάει μια φορά με το Καρναβά- αν πέρασε και δεύτερος δεν πιστεύω να ΄τανε κι άλλος -και τραγούδια  που ήξερε πολλά συρμαγιά.
Είμαστε στου Πάνου του Κουκή το καφενείο με το Τσιρούφλη. Ο Πάνος έχει ένα αδερφό το Στάθη στην Αθήνα που ήτανε πολύ φίλοι με το Καρναβά και κανόνισε να έρθει στο μαγαζί.Μου λέει θα φέρω το Καρναβά. Δεν έχεις πρόβλημα ε; Γιατί του λέω; Ίσα ισα γιατί αν έρθει ο Καρναβάς αντί να πω πενήντα τραγούδια θα πω πέντε. Μια παρέα λοιπόν απο το Μεγανήσι δέκα άτομα μου λέγανε Νίκο ένα ξενιτεμένο και μετά σειρά χορού. Λέει λοιπόν ο Καρναβάς ένα ξενιτεμένο, ξενιτεμένο μου πουλί και σηκώνεται λοιπόν η γυναίκα και λέει Νίκο σου είπαμε να πεις ένα ξενιτεμένο.Με συγχωρείτε είπα.Εμείς θέλουμε εσένα είπε.Αυτοί εκει μέσα έχουνε όλοι ξενιτεμένους, εγώ λοιπόν ήξερα τι θέλανε αυτήνοι, ήξερα τα παιδιά τους. Αυτήνο εκεί μέσα έχουνε δική τους διάλεκτο πχ θέλανε παιδί κι άλλα τέτοια που γνώριζα εγώ να προσαρμόζω... ή Σπύρο μ’ πού ‘σαι στη ξενιτιά ήξερα τις οικογένειες. Ο Καρναβάς όμως που ήτανε επαγγελματίας έλεγε παίξ’τους εσύ ωρέ γαμώ τη Πάναγία σου. Τότε να ιδείς χιλιάρικο στο πανηγύρι; Όλο κατοστάρικο-εκατό δραχμές-.
Ένα άλλο: της θάλασσας τα κύματα όλα θα τα ενώσω, τα λένε αυτά συχνά.Μια μάνα κλαίει και θρηνεί τους γιούς της τους παρακαλεί, μην πάτε παιδιά στη ξενιτιά γιατί έχει πίκρες και βάσανα πολλά. Είναι δικό μου αυτό. Το ‘χω βγάλει εγώ. Λοιπόν μπήκανε στο χορό εφτά άτομα, λεφτά με το τσουβάλι, μπύρες με τα κιβώτια, το λέω λοιπόν γιατί εγώ δεν είμαι εγωιστής. Έλεγε λοιπόν ο Καρναβάς γειά σου ωρέ Νίκο Μάη αηδόνι της Λευκάδος. Εν τούτοις όμως με θέλανε εμένα καλύτερα από το Καρναβά  γιατί τους έλεγα αυτά.
-Από όλους τους τραγουδιστές που έχεις συναντήσει στη Λευκάδα ποιούς αξιολογείς σαν καλύτερους να χουνε περάσει από κλαρίνα, γλέντια, κλπ;
Πιστεύεις ότι ήσουνα το νούμερο ένα;
Ρώτησε άλλους όχι εμένα.
-Εντάξει πες μας για τους άλλους τότε όχι για σένα, και πες μας και για ένα Μπουτουλούνια από το Κατωχώρι  αν τον ήξερες, και τι έλεγε σαν τραγουδιστής.
Είναι στην ηλικία μου τον ξέρω, ωραίος , άχρωμος όμως. Έχει ωραία φωνάρα αλλά δεν δενότανε καλά πάνω στα όργανα δεν είχε δηλαδή καταλήξεις καλές, χρονάτος μεν έπεφτε στα όργανα πάνω η φωνή του αλλά δεν κατέληγε εκεί που έπρεπε. Μήτσο δεν τον ελέγανε; Ναι, ένα έτσι ομορφόπαιδο και δυνατό παιδί, είμαστε και φίλοι. ‘Επαιζε και λαούτο αλήθεια!
Ο Μήτσος -Καββαδάς-δηλαδή ο Μπαρμπάκος. Από άλλους τραγουδιστές
 ο Στάθης ο Δρακονταειδής από τα παλιά, πολύ ωραίος, μετά ο Θωμάς Πατρίκιος νούμερο δύο, μετά ο Ζαφείρης ο Ζόγγος από δω από το χωριό ο Νιόνιος ο Ψωμάς. Απο τους πολύ παλιούς στο νησί ο Χρήστος ο Βερεστώντας ο καλύτερος, ήτανε κι ο Ζγουμπονικολός που έπαιζε λαούτο καλούτσικος, της καινούργιας φουρνιάς για μένανε ήτανε ο Θωμάς. Τα καλύτερα κλαρίνα ήτανε ο Βλάχος κι ο Βρυώνης στο νούμερο ένα στο νούμερο δύο ο Σπύρος Κατωπόδης Τσιρούφλης απο τους νέους μονο ο Νιόνιος έχει μείνει οπότε δεν πιάνεται γιατί είναι μοναχός του.Τον φτάνει μπάρμπα Νίκο ο Νιόνιος το Βρυώνη;
Τονε πλησιάζει αλλά θέλει πολύ δουλειά ακόμη και σε πολλά τραγούδια. Αυτό θα το προσέξεις που θα σου πω γιατί νοιώθεις από μουσική, αν του Άϊ Δημητριού παίξουμε. Θα ειδείς τι διαφορά υπάρχει όταν θα τραγουδάει ο Νιόνιος ο Ψωμάς ή ο Μάης ή γυναίκα.Και γιατί στο λέω τούτο, ο Νίκος είχε μια ωραία διδαχή απάνου στο κλαρίνο και είχε  κι από θέσεις γιομάτες, δηλαδή από φωνές με λαιμό που δύσκολα σήμερα τραγουδιστές τραγουδάνε, από αυτή τη φωνή, μόνο εδώ ο γέροντας. Επειδή τον έμαθε πχ «τα νιάτα» , «ο Σελήμπεης» , «η Μαυριδερούλα»,... να σου πω πενήντα: «βουνά μη καμαρώνετε» , «αμένα να με κλάψετε και να με λυπηθείτε με την αγάπη πόμπλεξα»... .
Αυτά τα έπαιζε όλα ο Βρυώνης δηλαδή ακουγότανε φωνή. Παίξιμο γενικά από ψιλές φωνές σε άντρα που ν’ αυτές οι γερές που δε μπορούνε οι σημερινοί τραγουδιστές. Αυτό που σου λέω να το προσέξεις στο πανηγύρι, όταν τραγουδάω εγώ τι διαφορά θα υπάρχει.
Αυτή είναι η διαφορά με τα κλαρίνα λοιπόν. Από τα βιολιά πρώτος ο Λευτέρης Μπουμπούλιας.
Τέλος



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΦΑΤΟΥΡΟΣ ΣΑΜΟΥΗΛ 1924-2007

Ο Ζουρνάς είναι ένα όργανο που στη Λευκάδα υπήρξε για τουλάχιστον  πεντακόσια -500- χρόνια. Τούρκοι και πειρατές μνημονεύονται ως προς τη πατρότητα του.
          Διατηρήθηκε μέχρι το 1960 περίπου όπου οι τελευταίοι ζουρνατζήδες δεν άντεξαν τη πίεση του κλαρίνου, που χρειάστηκε μόλις μισόν αιώνα για να σβήσει παράδοση πέντε αιώνων.
Ο μπάρμπα Σαμουήλ σίγουρα δεν φαντάστηκε ποτέ πόσο βάρος πολιτιστικής κληρονομιάς κουβαλούσε πάνω του, μπορεί ποτέ να μην έμαθε να παίζει ζουρνά, όμως οι ζουρνάδες που έφτιαχνε είχαν αφήσει εποχή για την ποιότητα της κατασκευής και τη τελειότητα του ήχου που διέθεταν.
          Πραγματικά είναι ενδιαφέροντα τα τεχνικά στοιχεία της κατασκευής του οργάνου όπως μας τα διηγήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξη του το 1997.

«Ο ζουρνάς έχει μια μπουκαδούρα σαν χωνί που λέγεται καμπάνα. Ένα καλάμι μήκους τριάντα πόντων όπου πάνω σ’ αυτό τοποθετούσα μια σφυρίχτρα. Μετά το καλάμι υπήρχε το βαρελάκι και υπήρχε και η γλώσσα.
          Το ξύλο που χρησιμοποιούσα ήταν η μηλιοκοκιά και η καρυδιά. Το πρώτο είναι πιο καλό για τη ποιότητα του οργάνου αλλά το δεύτερο το δούλευα πιο εύκολα. Το ‘φκιανα όλο με σκαρπέλο.
          Τη τρύπα στο καλάμι την έκανα με σουβλί καμένο στη φωτιά.
          Τη καμπάνα την έκανα με ένα σφοντύλι δυνατό που είχα από τις ρόκες, που κεντάγανε οι γυναίκες και μετά στο γύρο του τού ’βανα και το στεφάνι του από λάτα, εφαρμοσμένο.
          Η μπουκαδούρα είχε τη μεγαλύτερη τέχνη και ήθελε κόλπο. Έπρεπε  να είναι κούφια και να παίρνει τη γλώσσα μέσα και να υπάρχει σκαλί κατάλληλο για να κλειδώνεται στο βαρελάκι.
          Οι μπουκαδούρες οι δικές μου ήτανε οι καλύτερες, έρχονταν οι γύφτοι που γύριζαν στα χωριά και μου παράγγελναν. Ήμουνα αβάρετος, έφκιανα συνέχεια, αλλά τι να το κάμεις δεν έβγαινε μεροκάματο, πενταροδεκάρες.
          Από όλα τα χωριά της Λευκάδας μου παράγγελναν ζουρνάδες, κυρίως οι τσοπαναραίοι. Ο καλύτερος ζουρναδόρος ήταν ο Σπυρούτσος από την Εύγηρο.
  Τη τέχνη την έμαθα μοναχός μου γιατί έπιανε το χέρι μου κι ότι έβλεπα το έφκιανα. Κάποια πράγματα όμως είδα από τα αδέρφια της μάνας μου τους Πριτζιπαίους που ήταν από το Κατωχώρι.
          Εκτός από  ζουρνάδες έφκιανα εξαιρετικά κλαρίνα χωρίς όμως κλειδιά. Επίσης φλογέρες καλαμένιες και ξύλινες ή κανουλένιες από κάννη γκράδων.
Επίσης ξυλοκούμπουρα, αυτά ήταν σα περίστροφα σκαλιστά ολόκληρα με σκαρπέλο, έβαζα μέσα στη τρύπα ένα κάλυκα του γκρα. Μετά έβαζα το φυτίλι στο μπαρούτι και του έβαζα φωτιά που όπως έσκαγε νόμιζες πως έγινε σεισμός»


Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΒΒΑΔΑ ΜΟΥΡΚΟΥ




ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΒΒΑΔΑ ΜΟΥΡΚΟΥ 

1903-

ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΝΙ ΤΟ 2006

...Ο Μήτσος Καββαδάς Φουστανελιάς του γέρο Θοδωρή του Μούρκου έπαιζε καλή φλογέρα. 
Πρώτα με καλάμι και μετά  με σωλήνα.




Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΑΘΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΝΑΤΣΟΥΡΗ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΑΘΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΝΑΤΣΟΥΡΗ 
ΑΠΟ ΤΟ ΒΛΥΧΟ ΤΟ 2002 ΚΑΣΕΤΑ Νο10

Αναφέρει  πληροφορίες σχετικά με το μεγαλύτερο χορευτή του νησιού προπολεμικά το Διονύσιο Καββαδά Μπαμπαρέλο όπως και για τον πατέρα του.

ΕΡ.:..... Με λίγα λόγια  κι πατέρας κι ο παππούλης σου τη περιουσία τη κάνανε να;
ΑΠ.: Τερτσα πιρα παρολι γίνηκε η περιουσία.
ΕΡ.: Ήταν άνθρωποι  που τους ενδιέφερε ο χορός και το γλέντι;
ΑΠ.: Όπως σου είχα πει την άλλη φορά, ο πρώτος αδερφός από μένανε πέθανε, και στις 9 γινόταν πανηγύρι της αγίας Κυριακής  κι ο πατέρας μου    απ'ότι μόλεγε η μάνα μου επήγε στο χορό να χορέψει γιατί ήτανε...!
Σ΄λέω τελευταία πόθελε να πεθάνει πριν φτιάξουμε  το σπίτι αυτό είχαμε μια κουζινούλα κι είχε ένα ραδιάκι, ήξερε ποιά ώρα βάνανε τα δημοτικά και πάγαινε και το βάνε  και καθότανε απάνω στο τραπέζι και κουνιότανε κι έκλαιγε, ε δε μπορούσε και καθότανε πάνω στο τραπέζι και κουνιότανε κι έκλαιγε, δε μπορούσε να σηκωθεί να τραγουδήσει  και να χορέψει κατάλαβες;
Και μια χρονιά που ήρθα  εγώ της αγίας Κυριακής,  ξεμπαρκάρισα  και ήρθα κάτω να τόνε δω, γιατί ερχόμουνα... γινότανε πανηγύρι κι εδώ από κάτω στου Αλεγραμμά του Λεωνίδα το μαγαζί είχανε χορό και με πιάνει και μου λέει -γιατί πολύ πιο μικρό γέρο τον έλεγα κι εγώ γέρο με έλεγε κι εκείνος,- μου λέει: "γέρο πάμε να χορέψω  γιατί δεν θα ζήσω άλλη χρονιά να χορέψω".
-Σώπα μωρέ πατέρα του λέω.
Τον πήρα εγώ, φρέσκος ξέμπαρκος ήμουνα, είχα και παραδάκι, τον πήρα τον πάω εκεί.
Οι κλαριντζήδες τόνε γνωρίζανε όλοι, και οι τραγουδίστριες! δεν υπήρχε... , κι όταν επήγα εκεί, ήρθε η ώρα και κι έδωσα ένα χαρτάκι κι αυτά, και φωνάζουνε λοιπόν : "ο Μπάρμπα Μήτσος ο Κανατσούρης σειρά"
Σηκώνομαι εγώ να τον κρατήσω, από πίσω ήρθε κι ο μπάρμπα Γιάννης ο Σπρέλης κατάλαβες; Και ξέρω 'γώ ποιοι άλλοι, και την ώρα που μπαίνει στο χορό ο πατέρας μου- εξέρανε οι κλαριντζήδες  τι χορό  χρειάζεται να χορέψεις-,Το πρώτο τραγούδι του ήτανε "τώρα είναι ο Μάης και η άνοιξη τώρα είναι καλοκαίρι" και δεύτερο "κίνησαν τα καράβια"
το τσάμικο.
Το καιρό που βάλανε το "κινήσανε τα καράβια" πάνου πού'χανε ένα πάλκο η τραγουδίστρια  και οι κλαριτζήδες και οι βιολιτζήδες ήτανε, εκατεβήκανε γύρω γύρω από το πατέρα μου το Κανατσούρη που χόρευε, γιατί όταν εχόρευε ο Κανατσούρης και τον κοίταζες έλεγες πως δεν πατούγανε τα πόδια του στη γη,
ΕΡ.: Χόρευε δηλαδή στις μύτες;
ΑΠ.: Ήτανε άφθαστος , σου έχω πει  ότι αυτός ήτανε καλός χορευτής, ο μπάρμπα Γιώργος ο Τζελαίος, θα έχεις ακούσει δεν ξέρω αν τόνε πρόφτασες, καλός χορευτής ήτανε ο Γιάννης ο Σπρέλης, ο Νιόνιο Δεκανίας  καλός χορευτής ο πατέρας  μου, κι ο Μπαρμπαρέλος  νούμερο ένα  δεν υπήρχε δεύτερος, αυτόνε τόνε σκοτώσανε  πέρα στη Καντήλα.Αυτός.. δεύτερος τέτοιος χορευτής στο τσάμικο ούτε γεννήθηκε ούτε και θα γεννηθεί, αλλά για να μάθει χορό ο πατέρας του -Γληγόρη τόνε λέγανε το πατέρα του τον άντρα της  θείας μου της Κωνσταντίνας- τόνε έβανε στο χορό, είχανε γραμμόφωνο από κείνο εκεί το τέτοιο, κι άμα δεν το πήγαινε καλά του έκοβε τρία χέρια ξύλο για να μάθει χορό, βέβαια!!!
Τον έδερνε  "δε το πάς καλά", "πάλαι το ίδιο τραγούδι", "όχι έτσι" γιατί ήτανε χορευτής κι εκείνος, αυτόνε τόνε σκοτώσανε εδώ μπροστά στο σπίτι μου, ένας χωροφύλακας τον σκότωσε το Γρηγόρη το Μπαμπαρέλο στεφανωνόντανε ο Βασίλης ο Μαστροβασίλης  ακριβώς την ίδια μέρα, και δεν θα τόνε σκότωνε, αλλά δεν την είχε ο Μπαμπαρέλος τη κουμπούρα στη μέση,  την είχε μέσα ο Μπαμπαρέλος στης γιαγιάς μου αφού ήταν μπροστά στο μώλο...

...Όπως το Μπαμπαρέλο το Νιόνιο τον είχανε στη φυλακή οι Ιταλοί, τα καταφέρνει όμως με τι τρόπους και βγαίνει και πάει πάνω στην Εγκλουβή, στην Εγκλουβή ήτανε ένας που λεγόντανε Κανέλος ισοβίτης στη φυλακή και με τους Ιταλούς ανοίξανε τις φυλακές και βγήκε, αλλά αυτός ήτανε φίλος του πατέρα του και του λέει "έλα δω ρε -του λέει- θα πάμε στο σπίτι μου απόψε -ήτανε Σάββατο- και αύριο πρωί θα σε πάω στο Κατωχώρι στη μάνα σου" εντάξει πήγε.
Το Κανέλο όμως ναι μεν που ήτανε εβδομήντα χρονών δεν του έβαζε χέρι κανένας, τόνε φοβότανε, με εγκλήματα όχι απλά εγκληματίας. Λέει πάμε να πάμε στην εκκλησία να τελειώσει η εκκλησία να πάμε στο σπίτι μου να φάμε και μετά θα πάμε με τα ποδάρια μας στο Κατωχώρι.
 Πάνε στην εκκλησία την ώρα που πάει να πάρει ο Κανέλος το αντίδωρο από το Παπά το'χώσανε ένα μαχαίρι από δω κι ένα μαχαίρι από κει.
Μέσα στην εκκλησία τόνε σκοτώσανε που έσκυψε να πάρει το αντίδωρο από το χέρι του Παπά.
 Ο Κανέλος μέσα στις τσέπες του είχε δύο χειροβομβίδες μεμιάς άπλωσε τα χέρια του αλλά του είχε κοπεί η πνοή, δηλαδή αν προλάβαινε να τις τραβήξει θα σκότωνε όλο το κόσμο μέσα στην εκκλησία, κι αφόσον σκοτώθηκε κι ο Κανέλος και τον πήρανε το Μπαμπαρέλο ο Γιανούλης ο αριστερός ο Πάνος τον πήρε στο Μύτικα,αφού τον πήγε στο Μύτικα , ο Μπαμπαρέλος ήτανε χορευτής αλλά ήτανε και πολύ γυναικάς ο μπαγάσας δεν υπολόγιζε δηλαδή να έρθει μες το σπίτι σου , κατάλαβες για τη γυναίκα μου για την αδερφή μου, εκεί με κάποια τα έμπλεξε και των ανταρτών εκεί πέρα δεν τους άρεσε το κόλπο εν τω μεταξύ ξέρανε πως ήτανε δεξιός εδώ πέρα πρέπει να το καθαρίσουμε και το πήρανε και το πήγανε στη Καντήλα παραπάνω από το Μύτικα πίσω από ένα εκκλησάκι κι εκεί πίσω τόνε σκοτώσανε.
 Η θεία μου η Κωνσταντίνα περίμενε ότι ζει και θα γυρίσει και θα κάμει, λέω ο Μπαμπαρέλος μια φορά πώζηγε -που ζούσε- ακόμα, άμα ήτανε εν τη ζωή ο Μπαμπαρέλος ώθε και να ήτανε και στο τρύπιο το κολοκύθι θα ερχότανε εδώ, αλλά είναι σκοτωμένος μας έχουνε πει από έγκυρες πηγές ότι τόνε σκοτώσανε το Μπαμπαρέλο, δεν υπάρχει περίπτωση να είναι ο Μπαμπαρέλος ζωντανός, κι όπως εκ των υστέρων αναφέρθηκε ότι τόνε σκοτώσανε, γιατί αν έζηγε  ο Μπαμπαρέλος σήμερα-τότε- θα ήτανε εβδομήντα εφτά εβδομήντα οχτώ χρονών.
ΕΡ.: Ογδόντα δύο πρέπει να ήτανε
ΑΠ.: Ογδόντα δύο; Γιατί ήτανε μεγαλύτερος από μένανε αλλά ήτανε παλικάρι...
ΕΡ.: Χορό αυτοί από το σόι σου μπάρμπα πως έμαθαν πως δικαιολογείται ότι είχατε μεγάλη έφεση στο χορό;
ΑΠ.: Χόρευε κι ο παππούλης μου, ο μόνος που δεν χόρευε είναι ο αδερφός του πατέρα μου αυτός που ζει, δεν απασχολούτανε με χορούς και με τέτοια, ο μπάρμπας μου ο Παντελής που τόνε σκότωσε η μοτοσικλέτα πάλαι, κι αυτός δεν έμαθε γιατί δεν έμπαινε στο χορό.
 Χορό καλό κάνει.. τα παιδιά του Παντελή η Σοφία καλό χορό και καλό τραγούδι στα δημοτικά.
ΕΡ.: Μπα!
ΑΠ.: Μωρέ μια φορά την είχανε ζητήσει αλλά..., να πάει για τραγουδίστρια, βέβαια! και χορεύει και καλά, κι ο αδερφός της ο Πάνος κι αυτός χορεύει καλά.
ΕΡ.: Αλλά κι ο Μπαμπαρέλος ανιψιός σας ήτανε
ΑΠ.: Ο Μπαμπαρέλος ήτανε εεε... ήμαστε πρώτα ξαδέρφια! γιατί η μάνα του  και ο πατέρας μου αδέρφια.
ΕΡ.: Ήταν  έτσι άτιμη πάστα ανθρώπου όπως λένε μπάρμπα;
ΑΠ.: Ποιός ο Μπαμπαρέλος; Είχε κάμει ατιμίες πολλές, ήτανε καβγατζής, δηλαδή όταν λέω καβγατζής δεν οπισθοχωρούσε κιόλας δεν έκανε πίσω...

...δεν είχε μυαλό αλλά καλός φιλότιμος μπορεί να τού 'λεγες τώρα Μπαβαρέλο  θα πάς στη Βασιλική με τα ποδάρια σου να μου πάρεις τσιγάρα, ήθελε να πάει με τα ποδάρια του ...

ΕΡ.: Μπάρμπα Στάθη θα μου πεις καμιά ιστορία, αξιόλογη για το Βλυχό το Κατωχώρι για την οικογένεια σου τα γλέντια; κάτι που να σου έχει μείνει;
ΑΠ.: Γλέντια εδώ γινότανε πολύ πολλά μόνο με το πανηγύρι της αγίας Κυριακής , τώρα δε γίνεται τίποτα, τώρα είναι άστα
ΕΡ.: Ο πατέρας σου χορό που έμαθε;
ΑΠ.: Μοναχός του, μόνος του
ΕΡ.: Τι παρουσίαζε στο χορό και λένε πως ήτανε καλός χορευτής;
ΑΠ.: Έκανε καλό χορό. Ο κλαριντζής, απ΄ότι λένε γιατί εγώ δεν είμαι χορευτής δεν του έμοιασα ο αδερφός μου ο Χριστόφορος λίγο, ο κλαριντζής άμα είναι ένας και δεν ξέρει, κοιτάζει τα ποδάρια του και παίζει κλαρίνο άμα το χάνει να του το φτιάξει αυτός με το κλαρίνο, εγώ του λέει την ώρα που χορεύω να κοιτάζεις το κλαρίνο σου εγώ χορεύω εδώ πέρα κι ο κλαριντζής παίζει εδώ πέρα, τα ποδάρια τα δικά μου ξέρω εγώ που πάνε, δεν είναι ανάγκη να μου φτιάξεις το χορό, ήξερε.
Την ώρα που εγώ παντρεύτηκα, εγώ παντρεύτηκα το 1946 δεκαέξι Μαΐου και είχα τρία ημερόνυχτα γάμο κλαρίνα εδώ, γιατί εδώ δεν ήτανε τίποτε, εδώ ήτανε θάλασσα από το σπίτι μας το παλιό απάνου από τον δρόμο τον απάνου, τι αυτοκίνητα να περάσουνε ήτανε την εποχή που ήτανε τα αντάρτικα, ερχόντανε εδώ κατσαπλιάδες πίσω αυτούθενε, ερχότανε οι Καλατζαίοι με τα αυτόματα πω πω! πολυβόλο κι αυτόματο. Αφού στο πάτο τη τρίτη ημέρα τελειώσαμε ότι σφαχτά είχαμε, μάγειρας ήτανε ο Σωτήρης ο Τζούμας έκανε το μάγειρα, στα τελευταία είχε κι η μάνα μου μια κατσίκα εσφάξανε και τη κατσίκα γιατί λέει ο Τζούμας και οι υπόλοιποι που ήτανε εκεί πέρα:
 ο Παπαπαλούκης λέει "δεν έχει τι να φάμε" του πατέρα μου,
Τη κατσίκα σφάξτετηνε-λέει ο πατέρας μου-
Η μάνα μου η κακομοίρα ήτανε φτωχιά οικογένεια, είχε μια κατσίκα λίγο γάλα λίγο τυράκι έδε τόσο έδε τόσο μας έφτιαχνε, είχε πέντε, έξι, εφτά κότες δύο αυγά να φάμε, γιατί εγώ όταν ήμουνα μικρός πριν  παντρευτώ δεν πήγαινα μες το καΐκι. έφευγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μες το καΐκι να πάει πέρα στη Πρέβεζα έφερνε πέτρες , τα σπίτια γινότανε με πέτρες, κι εγώ έμενα με τη γριά, η καημένη η γριά είμαστε τέσσερα παιδιά εμείς κι η μάνα μου πέντε...

ΕΡ.: Το Μπαρμπαρέλο το Νιόνιο τόνε θυμάσαι εσύ να χορεύει μπάρμπα Στάθη;
ΑΠ.: Ναι!
ΕΡ.: Τι παρουσίαζε στο χορό; έκανε κόλπα;
ΑΠ.: Έκανε κόλπα εκτός το ωραίο το τσάμικο που χόρευε έβανε ένα τραπέζι ξύλινο που ήτανε την εποχή εκείνη και τρία ρακοπότηρα χοντρά τα λέγανε, πολύ-πολύ χοντρά κι έβανε το ένα πάνω στο άλλο ένα δύο τρία τόνε βάσταγε ο πατέρας μου.
ΕΡ.: Που τον έφτανε απάνω στο τραπέζι;
ΑΠ.: Τόνε κράταγε απάνου στο  τραπέζι χαμηλά, και χόρευε "την παπαδιά" και σάλταγε και πήγαινε απάνου στα ρακοπότηρα κι απάνου στο ένα ρακοπότηρο έφερνε δέκα στροφές και δεν έπεφτε, λες κι ήτανε ακροβάτης από το ένα ποτήρι στο άλλο, αφού σου λέω μια φορά ήτανε μες το καΐκι γιατί ερχότανε μες το καΐκι πόχαμε εμείς και φτιάχνανε τους δρόμους από τη Λευκάδα και είχε άμμους και τέτοια, ήτανε πάντα μες το καΐκι αυτός, είμαστε στη Πρέβεζα είχε φουρτούνα δε μπορίγαμε να φύουμε αράξαμε εκεί πέρα κι απέναντι η Πρέβεζα η παραλία πιο κοντά,
η παραλία είχε όλο κλαρίνα και του λέει ο Μπαμπαρέλος
-πάμε μπάρμπα;
-που να πάμε μωρέ -τ'λέει- τι να πάμε να κάνουμε;
-Ρε μπάρμπα πάμε,
Πήγανε σε μια μεριά και παραγγείλανε
Εγώ μέσα στο καΐκι, τώρα σαν από δω εδεκεί κι έβλεπα, παραγγείλανε ένα μπουκαλάκι κρασί, λέει ο Μπαβαρέλος
-θα χορέψουμε μπάρμπα;
-θα χορέψουμε; με τι αφού δεν έχομε λεφτά να πληρώσουμε;
-εγώ θα χορέψω
-να χορέψουμε
δίνουνε παραγγελία, ήρθε κάποτε η σειρά να σηκωθεί ο καπετάνιος,φωνάζουνε ο καπετάν Δημήτρης -ο πατέρας μου-, σηκώνεται μπαίνει ο Μπαβαρέλος, κι αφού μπαίνει στο χορό λέει ο πατέρας μου ένα τραπέζι με τρία ποτήρια εδώ [στο αφεντικό του μαγαζιού], την ώρα που ανέβηκε ο Μπαμπαρέλος απάνου στα ποτήρια όλη η παραλία συγκεντρωθήκανε λες και ήτανε πανηγύρι και είχανε μαζευτεί χίλια άτομα να βλέπουνε το Μπαμπαρέλο.
Από κάτου από το τραπέζι που είχανε του πατέρα μου, είχανε κεράσει καμιά πενηνταριά μπουκάλια κρασί,
 χόρεψε  ο Μπαμπαρέλος τρείς χορούς και δύο ο πατέρας μου και τελειώσανε, επήγανε και κάτσανε, σε δύο λεπτά πάει το αφεντικό που είχε το μαγαζί και λέει ο πατέρας μου:
-Ποιός είσαι εσύ;
-Το αφεντικό του μαγαζιού,
-ετούτα εδώ από κάτω τι να τα κάνουμε εμείς;
-τα κεράσματα είναι -λέει-
και κανονίσανε και τα πήρε πίσω και τους έδωσε τα λεφτά. Λέει κοιτάξτε με εδώ να έρχεστε το βράδυ εδώ θα χορεύετε όπως χορέψατε απόψε θα τρώτε και θα πίνετε ότι θέλετε κι αν έχεις και πλήρωμα μέσα στο καΐκι, και θα σας δίνω και δύο κατοστάρικα, εκείνη την εποχή...
ΕΡ.:Ποιά εποχή ήταν;
ΑΠ.:Πριν το πόλεμο το σαράντα
ΕΡ.:Εσύ θα ήσουνα καμιά δεκαριά χρονών;
ΑΠ.:Όχι το σαράντα καμιά δεκαπενταριά χρονών ήμουνα....
-λοιπόν διακόσιες το φαΐ σας και τα πάντα σας
-Έχουμε το καΐκι
-Ωραία το καΐκι αραγμένο εκεί
και δε σκέφτηκε ούτε ο πατέρας μου ούτε ο Μπαβαρέλος, ο πατέρας μου πιο πολύ, γιατί ο Μπαβαρέλος δεν είχε μυαλό για να σκεφτεί, να πει δυο κατοστάρικα εγώ δεν τα βγάζω πουθενά θα κάτσουμε εδώ πέρα όλο το καλοκαίρι κάθε μέρα διακόσιες δραχμές.
Κάθε βράδυ είχε εκειός, κάθε βράδυ κάθε βράδυ! το "Σαϊτάν παζάρ" εκεί μέσα στη Πρέβεζα.
Μη βλέπεις τώρα που γίνανε αριστοκρατία κάθε βράδυ  σε όλη τη παραλία μέχρι κάτου εκεί που αράζανε τα φέριμποτ ήτανε κλαρίνα όλα, κάθε δεύτερο σπίτι αυτό με κλαρίνα.
λέει: άντε μωρέ φύγε από δω που θα νέρτουμε να πουληθούμε σε σένανε
ΕΡ.:Ποιός το λέει;
ΑΠ.:Ο Μπαμπαρέλος έρχεται στο καΐκι έρχεται ο μπάρμπας μου ο Γιώργος κι ο μπάρμπας μου ο Παντελής κι ακούω εκεί που λέγανε ο μπάρμπας μου ο Παντελής
-μωρέ δε καθόμαστε εΐδώ να παίρνουμε τα κατοστάρικα και να τρώμε και να πίνουμε κιόλας;
Όχι δε κάτσανε σηκωθήκανε και φύγανε
'Ηρτε κατά την άλλη μέρα το πρωί, εμείς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε να πάμε κάτω κει στο Σπάρτο, να φορτώσουμε πέτρα να τη φέρουμε στη Πρέβεζα.
Τα σπίτια τα φτιάνανε πέτρινα την εποχή εκείνη, πέτρες κουβαλάγαμε, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τέτοια, να πηγαίνουνε και νά'ρχονται, κουβαλάγαμε εμείς ο Θύμιο δεκανιάς κι άλλα καΐκια κι ήρθαμε καμιά δεκαριά να πάμε κάτω κει να βγάλεις τις πέτρες να σπάσεις τις πέτρες νάρθεις να πάρεις πότε εξήντα πότε εβδομήντα πότε κατοστάρικο είχε αξία τότε, είχε τέσσερις δραχμές το ζευγάρι τα παπούτσια.
ΕΡ.: Τέτοιες σκηνές είχανε γίνει κι άλλες σε άλλα μέρη με το Μπαμπαρέλο;
ΑΠ.: Παντού! όταν ο Μπαμπαρέλος ήτανε στη φυλακή και πήγαμε εμείς στο Μεσολόγγι, ήτανε οι Ιταλοί, για να μπορέσουμε να τον δούμε είπανε ότι εγώ είμαι αδερφός του, στους Ιταλούς για να μας αφήσουν να τον ιδούμε. Εφόσον φτάσαμε εκεί , είμαστε εγώ  ο πατέρας μου κι ο μπάρμπας μου ο Γιώργος αυτός που ζει, κι επήγαμε εκεί. Εμένα μου είπαν: εσύ θα κλαίς! έκλαιγα εγώ είχα ένα μαντήλι δε μπόραγα κιόλας , ήρτε η ώρα να δούμε το Μπαμπαρέλο, και που τον είδαμε;
 Σε ένα δωμάτιο στο μάκρος που είναι το αμάξι λίγο πιο φαρδύ,  μέσα στο νερό  μέχρι το γόνατο, με το που ανοίξαμε ρούχα δεν είχε τίποτε μια φανελίτσα αθλητική του είχε απομείνει και την είχε δεμένη μπροστά και πίσω στο κώλο του , δεν είχε ούτε σώβρακο ούτε παντελόνι τίποτε και μες το νερό μέχρι το γόνα, είχε ψηλά μόνο ένα μικρό παραθυράκι με σιδεριά στο οποίο  εκατάφερνε να πιάνεται λιγάκι. Τα ποδάρια του είχανε μαλακώσει και τον είχανε μέσα κει φίλε μου έξι μήνες  κι έζησε, έζησε μέσα στο νερό. Από κει τον παίρνουμε και τον πάνε Αθήνα το περιλάβανε οι Γερμανοί.
Αφού το πήρανε οι Γερμανοί ήρθε η εποχή να πάει στο Χαϊδάρι για να εκτελεστεί είχε δικαστεί εις θάνατο, αφόσον έφτασε εκεί με διερμηνέα του λέει
-τελευταία σου επιθυμία;
-τελευταία μου επιθυμία, θέλω να πάω ένα χορό βλάχικο αν τον έχετε ακουστά
-δημοτικό θέλεις του λέει ο διερμηνέας ο ρουφιάνος ο Έλληνας
-ναι λέει εκείνος
-που να τα βρούμε ρε φίλε αυτά τα πράγματα;
-τελευταία μου επιθυμία πριν με σκοτώσετε αυτή είναι
Το καταφέρανε και του τη κάνανε την επιθυμία, οι Γερμανοί που έχουνε μεσάνυκτα από τέτοιους χορούς του χαρίσανε τη ζωή, τη μέρα που μπήκε στο χορό ο Μπαμπαρέλος και χόρευε ο διοικητής που ήτανε εκεί και τον εκοίταζε λέει πάρτε τον πίσω και τον πήρανε πίσω και του χαρίσανε τη ζωή και δεν τον τουφεκίσανε.
ΕΡ.:Γιατί τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο είχε κάνει κανένα έγκλημα;
ΑΠ.:Είχε σκοτώσει έναν Ιταλό εδώ στη Λευκάδα γι'αυτό τον πήρε ο Κανέλος πως θα τον πάει στο Κατωχώρι και μετά τον περιλάβανε οι αντάρτες .
Είχε σκοτώσει έναν Ιταλό τόνε πήρανε από τις φυλακές , να τόνε μεταθέσουνε σε κάτι άλλες φυλακές, αλλά ο Μπαμπαρέλος είχε μια φαλτσέτα που είχανε οι τσαγκάρηδες είχε κι ένα μαγαζάκι ένα σακούλι που λέμε με τρία ρουχαλάκια  στο χέρι του.
  Τη φαλτσέτα την είχε μέσα στη κάλτσα του μια παλιό κάλτσα που φορούσε και λέει ένας Ιταλός το πάαινε καραμπινιέρης με ένα αυτό στη πλάτη, του λέει κουράστηκα και με το που κάνει πως θα βάλει το τσουβαλάκι κάτου βουτάει τη φαλτσέτα μέσα από τη κάλτσα του  με το που σηκώνεται απάνου μπουκάρει του Ιταλού, τον σπρώχνει σε μια άκρη και του παίρνει το τουφέκι, και πάει στο βουνό, πάει στην Εγκλουβή, στην Εγκλουβή  καταφέρνουνε και το πιάνουνε οι Ιταλοί και το πάνε εδώ στο Νυδρί κάτω που ήτανε τα Βερυκαίικα, όχι τώρα, εκεί είχανε αστυνομία οι Ιταλοί και τόνε βάζουνε μέσα με χειροπέδες, είχε ένα πάτωμα το σπίτι κάτι παλιοσανίδες, εν τω μεταξύ οι χειροπέδες που του είχανε βάλει είχανε κουρδιστεί, δηλαδή αν εσύ ήθελες να φύγεις αυτές σφίγγανε και σφίγγανε μέχρι να σου κόψει το χέρι, το κόβει το κόκαλο το σπάει, και πήγαιναν κάθε δυο τρεις ώρες και τις βάζανε πάλι. Ο Μπαβαρέλος ήθελε να τη κοπανήσει, όταν του τις ξεκουρδίσανε, πως να κάμει ήτανε παλιόσπιτο, πιάνει και ξεκαρφώνει μια σανίδα με τα δυο του χέρια, κρεμάστηκε κάτου στο υπόγειο, το υπόγειο είχε μια παλιόπορτα από πίσω μεριά, τη κοπανάει δεν το πήρανε χαμπάρι, και πάει στα Χαραδιάτικα, στα Χαραδιάτικα βρίσκει έναν γανωτή ήτανε καλαϊτζής γάνωνε τις κατσαρόλες που είχαμε τότες και καταφέρνει και του τις κόβει. Κόβει του Μπαβαρέλου τις τέτοιες,  καλά στο ποδάρι δεν τον έπιανες ούτε εσύ με το αυτοκίνητο, το πιάνει το βουνό πάει στο Κατωχώρι παίρνει τα φυσεκλίκια του και βγαίνει στο βουνό, αλλά τον έφαγε ο πούστης ο Γιαννούλης.
Αυτός τον έφαγε γιατί αυτός τόνε συνέλαβε.
ΕΡ.: Που εκεί προς το Καλλιγόνι;
ΑΠ.: Ναι γιατί τον έστειλε υποτίθεται ο Χρήστος ο Καλατζής με έγγραφα υποτίθεται  να τα πάει στη Λευκάδα στο διοικητή που ήτανε της εποχής, στο δρόμο όμως τόνε συνάντησε το επιτελείο του Πάνου του Γιανούλη και τον βουτάει, εμείς όμως το Γιανούλη τον γνωρίζαμε εκεί στη παραλία που πηγαίναμε με το καΐκι, εγώ γνώριζα και τον αδερφό του το Μήτρο εγνώριζα και το πατέρα του και τη μάνα του, αυτά τα δύο παιδιά είχανε.
Ο Μήτρος σκοτώθηκε πρώτος τον σκοτώσανε οι Καλατζαίοι από τα Χαραδιάτικα, το πιάνει ο Γιανούλης, με το πατέρα μου είχε ένα ξυλάκι σαν εκείνα που έχουνε ακόμα στη Λευκάδα οι Λευκαδίτες και ψάρευε , εγώ με τον αδερφό του  το Μήτρο είμαστε περίπου μια ηλικία, γιατί ερχότανε κάτω κει στα καΐκια που πέφταμε κολυμπάγαμε, βέβαια! Τόνε συναντάει κάποτε ο Κανατσούρης και του λέει βιάσου ωρέ μπάρμπα, ήξερε τώρα ο πατέρας μου ότι ήτανε δεξιός, ήτανε οπλαρχηγός των δεξιών στη Λευκάδα και ήτανε ενάμιση μέτρο.
Μωρέ πήρες εκείνο τον ανιψιό μου!
Μη φοβάσαι  ρε μπάρμπα θα τόνε πάρω πέρα στο Μύτικα στη Καντήλα δε βλέπουνε τίποτε.
Και το πήρανε πέρα στη Καντήλα και το χώσανε.. δεν είχε μυαλό κι ο Μπαμπαρέλος.
ΕΡ.: Είχε πάρει μέρος στη μάχη στη Πούντα;
ΑΠ.: Ναι ναι τότε επήρε μέρος εκεί.