Translate

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΝΙΚΟΥ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΜΠΟΥΛΟΥ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΝΙΚΟ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ ΜΠΟΥΛΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΩΧΩΡΙ
1999 ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ
ΚΑΣΕΤΑ Νο5
Αναφέρει πληροφορίες σχετικά με λαϊκά γλέντια που συνηθίζονταν στο Κατωχώρι τις δεκαετίες 50-70

... Η Παρέα ήταν ανιδιοτελής, πηγαίναμε στο σπίτι του κάθε φίλου παίρναμε μεζεδάκι πίναμε το κρασάκι αλλά σεβόμεθα την οικογένεια σαν να ήτανε δική μας δεν υπήρχε τίποτε το πονηρό μέσα γιατί ήτανε όλοι σαν να 'μαστε μια οικογένεια.
Εδώ αυτή η παρέα ήτανε και φίλοι και συνεργασία σ΄όλο το χωριό, κάποιες χρονιάρες μέρες η παρέα μπορεί να μην έτρωγε στο σπίτι της αλλά σε όλα τα σπίτια του χωριού, τρώγοντας μεζεδάκι πίνοντας κρασάκι και γλεντώντας με όλους του συγχωριανούς.
Αυτά τα λέγανε και στο καφενείο. Εδώ υπήρχε ένα συγκρότημα κλαρίνο και βιολί. Σε κάθε μας ευθυμία όταν θέλαμε να γλεντήσουμε τους φωνάζαμε σε όποιο καφενείο βρισκόμαστε, ερχότανε αυτοί πολλές φορές αφιλοκερδώς , άλλες φορές πληρώναμε. Θυμάμαι ήταν τέτοια η ευθυμία του χωριού πέρα στο καφενείο που δύο γέροι ηλικιωμένοι γύρω στα εξήντα πέντε χρονών περίπου να μπούνε στο χορό να χορεύουνε οι οποίοι ήτανε οικογενειάρχες με πολυμελή οικογένεια και χαλάσανε και λεφτά να φιλοδωρήσουνε τη παρέα τα όργανα και λέει ο ένας από αυτούς σας καλώ όλους όσοι είναι εδώ να πάμε σπίτι μου να σφάξουμε ένα αρνί να το φάμε, και πραγματικά έτσι έγινε μετά από λίγο.
ΕΡ.Που γινόντανε το γλέντι;
ΑΠ.Εδώ που καθόμαστε
ΕΡ.Ο άλλος γέρος ήτανε(;)...τέλος πάντων,επήγαμε λοιπόν στο σπίτι του μπάρμπα Στάθη του Κακωνά και κλαρίνο και λαγούτο και βιολί και είχαμε και μια λάτα που τη χτυπούσαμε σαν ταμπούρλο. Μόλις μπήκαμε στο κατώφλι ήταν τέτοιος ο θόρυβος και η αναστάτωση που μια γάτα που ήταν μέσα στο σπίτι πάνω στο βαγένι με το κρασί δίνει ένα σάλτο και έφυγε από τη καταρήχωση -τη στέγη- από τα κεραμίδια. Ξυπνήσανε οι γειτόνοι, το θυμάμαι ακόμη.
Το αρνί σε ένα μισάωρο ήταν έτοιμο το σφάξανε το κόψανε το βάλανε στη φωτιά και στο τηγάνι και το φάγαμε, κρασί καλό είχε αυτός...εγλέντησε όλη η οικογένεια μέχρι το πρωί. Τότε τα πρωινά δουλεύαμε πηγαίναμε στου Σπυρέλη τη μηχανή-ελαιοτριβείο- οι πιο πολλοί δουλεύαμε εδώ.
Αυτά γινότανε τακτικότατα, θυμάμαι εγώ ενώ δουλεύαμε στο υδραυλικό είχαμε τα βιολιά εδώ μέσα και είχαμε ένα αυτοκίνητο το φορτώναμε ελαιοπυρήνα και μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο και να ξαναπάει εμείς χορεύαμε εδώ στο μαγαζί, ειλικρινά Σπύρο.
ΕΡ. Ποιοί είσαστε παρέα;
ΑΠ. Είμαστε ο Περικλής, ο Σπύρο Σπρέλης, εγώ ο μακαρίτης ο Πανούτσος, ο Μπούζης που να θυμηθώ τώρα κι άλλοι δυό τρείς.
Άλλη μια φορά είμαστε στο μαγαζί το δικό σας -στον Άι Δημήτρη-έλειπε ο μακαρίτης ο Πανούτσος
50απ' τη δική του γενιά.,
Ο δε πατέρας σου από το κέφι που είχε έπαιρνε τη πινιάτα και την έβαζε στο τραπέζι και τη γέμιζε με κρασί και την άδειαζε όλη από κάτω. Είχε ένα σκύλο ο μακαρίτης ο Πανούτσος το Μπήχτη και βουτάγανε το χοιρινό το ψητό μέσα στο κρασί και ο σκύλος εμέθαγε και γινότανε του Κουτρούλη ο γάμος, τα γέλια που εκάναμε...!
Αυτά κι άλλα γινότανε με απλά λόγια που λες Σπύρο, γινότανε κέφι και καλαμπούρι τελείως ανιδιοτελώς και με ευθυμία το χαιρότανε όλοι οι παριστάμενοι, δεν υπήρχε και τίποτε άλλη εκδήλωση Σπύρο ήτανε φτωχά τα χρόνια, ήτανε όμως γλεντζέδες, εδώ στο χωριό ήτανε πολλοί μερακλήδες μαζεύονταν από όλα τα χωριά του Δήμου Ελλομένου και γλεντούσαμε. Τότε ο κόσμος εγλένταγε σε κανένα πανηγύρι που γινότανε μια φορά το χρόνο σε κάθε χωριό, σε κανένα γάμο... δεν ήταν έτσι εύκολα τα γλέντια όπως τώρα που πάς σε ένα κέντρο και γλεντάς άμα θέλεις με τη παρέα σου. Γινότανε τέτοια και τις απόκριες αναπαραστάσεις γάμου εύθυμα πράγματα σταχτόματα γριές όπου γλένταγε όλο το χωριό. Τα θυμόσουνα εσύ;
Ο μακαρίτης ο Αντρέας ο Μπαρμπάκος , ο Περεκλή Παπάς, ο Μουτσούνας και πολλοί- πολλοί άλλοι ο Μπίλιος, εδώ τα παιδιά από το Βλυχό από το Μπόρο και εγέμιζε το χωριό.
ΕΡ. Επαίζανε τα κλαρίνα;
ΑΠ. Βέεεβαια...!!!
είχαμε πιεί κρασί και λέγαμε αστεία είχαμε φτιαχτεί καλά, ο πατέρας σου λοιπόν είχε χοιρινά, πάει και πιάνει ένα μικρό και λέει αυτό θα το σφάξω να το φάμε απόψε, να το ψήσουμε.Υπήρχε το γραμμόφωνο γλεντούσαμε αλλά ο Πάνος έλειπε και δεν ερχότανε με κανένα τρόπο. Αυτουνού του άρεσε ο μεζές και το ποτηράκι, για να τον κάνουμε να βγει λοιπόν τι κάνουμε: βάζουμε το χοιρινό μέσα σε ένα τσουβαλάκι μικρό, το βάζω εγώ υπό μάλης και πάμε στη πόρτα του δωματίου του, ακούει αυτός το χοιρινό και βγαίνει να δει τι γίνεται, μόλις βλέπει το χοιρινό του λέμε: "Για το μεζέ!!!" και πραγματικά έρχεται μαζί μας. Όμως τον φυλάγαμε να έρθει με ένα τσουβαλάκι με θειάφι και τ' ανεμίζουμε έτσι και τον γεμίσαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου